Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης χήρεψε το 1820, όταν πέθανε η γυναίκα του Αικατερίνη Καρούσου (ή Καρούτσου).
Ύστερα ρίχτηκε με όλες τις δυνάμεις του στον αγώνα για την απελευθέρωση του Γένους και δεν είχε χρόνο για πολλά-πολλά με τις γυναίκες.
Η δεύτερη γυναίκα στη ζωή του ήρθε αργά, στα 55 του χρόνια, την εποχή που ήταν φυλακισμένος στην Ύδρα.
Η κυβέρνηση Κουντουριώτη τον συνέλαβε στις 6 Φεβρουαρίου 1825 και τον έκλεισε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Εκεί ο Κολοκοτρώνης έμεινε μέχρι τις 17 Μαΐου 1825, όταν κι αποφυλακίστηκε με διάταγμα γενικής αμνηστίας.
Είχε φτάσει ο Ιµπραήµ µε τα στρατεύµατά του στην Πελοπόννησο και κάποιος έπρεπε να τον αντιμετωπίσει.
Στους τέσσερις μήνες που ήταν φυλακισμένος στο μοναστήρι γνώρισε μια καλόγρια, τη Μαργαρίτα, κόρη του Αγγελή Βελισσάρη από τα Χαλικιάνικα (ορεινό χωριό της πρώην Επαρχίας Καλαβρύτων).
Η Μαργαρίτα τον φρόντιζε και ο Κολοκοτρώνης δεν άργησε να δεθεί μαζί της. Όταν απελευθερώθηκε, εκείνη πέταξε τα ράσα και τον ακολούθησε. Έκτοτε στάθηκε στο πλευρό του κι έμεινε μαζί του ως τον θάνατό του.
Μετά τη δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους, ο Κολοκοτρώνης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, σε ιδιόκτητο σπίτι, στη γωνία των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα.
Την ίδια περίοδο υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836» και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση.
Σε αυτό το σπίτι γεννήθηκε το 1836 ο καρπός του έρωτά του με την Μαργαρίτα Βελισσάρη, ο Παναγιωτάκης (1836-1893), στον οποίο έδωσε το όνομα του πρωτοτόκου του, που σκοτώθηκε στον εμφύλιο το 1824.
Τον Μάιο του 1841 στο κτήμα του, πέριξ του Ναυπλίου, κάλεσε τον συμβολαιογράφο Χαράλαμπο Παπαδόπουλο και συνέταξε τη διαθήκη του, την οποία ο ιστορικός Τάκης Κανδηλώρος δημοσίευσε στην «Αρκαδική Επετηρίς» το 1906. Στη διαθήκη κανόνιζε τις εκκρεμότητες με την περιουσία του, αλλά κυρίως εξασφάλιζε το παιδί του.
Αλλά και στα μάτια του κόσμου είχε φροντίσει να τον «νομιμοποιήσει». Ήταν η Μεγάλη Τεσσαρακοστή του 1842 όταν θέλησε να αποχαιρετήσει τα μέρη που πολέμησε, να συναντήσει παλιούς του συμπολεμιστές και να συγχωρήσει όσους του έκαναν κακό. Ζώστηκε τα τιμημένα του άρματα, καβάλησε το άλογο του και κάθισε στα καπούλια του τον 6χρονο Πάνο.
Πατέρας και γιος περιοδεύσανε τα μέρη του Μοριά. Πέρασαν από τα Δερβενάκια, ανέβηκαν στην Τριπολιτσά, ξαπόστασαν στο Βαλτέτσι. Πήγανε και στην Ύδρα να βρούνε τον Κουντουριώτη, τον μεγάλο εχθρό του, για να συγχωρεθούνε…
Στη διαθήκη του άφησε κληρονόμους όλα του τα παιδιά χωρίς να κάνει διαχωρισμούς. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «και ένα μερίδιο ο υιός μου Παναγιωτάκης, τον οποίο απέκτησα με τη Μαργαρίτα, θυγατέρα του Αγγελή Βελισσάρη από τα Χαλικιάνικα, τον οποίο να έχουν τα παιδιά μου ο Γενναίος και Κωνσταντίνος μέσα εις το σπίτι μας…».
Η αναγνώριση έγινε επίσημα με την εξής αναφορά: «…και τον οποίον Παναγιωτάκην τον κηρύττω και αναγνωρίζω ως υιόν μου». Σ’ αυτό το γιο, στο στερνοπούλι του, που δεν πρόλαβε να το χαρεί άφησε την εικόνα και το σπαθί του: «Την εικόνα όπου μου έχει χαρισμένην ο στρατηγός Ρεβελιώτης και το σπαθί μου όπου φορώ, να το λάβη ο υιός μου Παναγιωτάκης και να μην εμπούν σε μοίρασμα».
Στη διαθήκη σαφώς περιλαμβάνει και εξασφαλίζει και τη Μαργαρίτα. Ωστόσο, παρά τη ρητή εντολή του πατέρα τους, τα αδέρφια του Παναγιωτάκη ποτέ δεν τον αποδέχτηκαν ως ισότιμο αδερφό.
Η πορεία του Παναγιωτάκη
Ο μικρός Παναγιώτης μεγάλωσε και ακολούθησε την οικογενειακή παράδοση. Έγινε στρατιωτικός και τίμησε το όνομα και τη βαριά ιστορία του πατέρα του. Αντιτάχθηκε στην πολιτική του Όθωνα και συμμετείχε σε επαναστατικές κινήσεις εναντίον του με αποτέλεσμα να φυλακιστεί.
Μετά την πτώση του Όθωνα διετέλεσε διευθυντής της αστυνομίας Αθηνών και Πειραιώς και στη συνέχεια υπασπιστής του Βασιλέως Γεωργίου Α΄.
Ήταν στο Επιτελείο του ελληνικού στρατού κατά την εκστρατεία της Θεσσαλίας και πήρε μέρος στον Σερβοτουρκικό πόλεμο, στον οποίο τραυματίσθηκε. Για την προσφορά του παρασημοφορήθηκε από την σερβική κυβέρνηση.
Αξιομνημόνευτη είναι και η θητεία του στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Αναδιοργάνωσε τη σχολή όντας αντισυνταγματάρχης και διοικητής της σχολής την περίοδο 1881-1885, θέτοντας τις βάσεις για τη δημιουργία ισχυρού στρατού.
Καθιέρωσε την υποχρεωτική θητεία, λειτούργησε σχολεία ανώτερων και κατώτερων στελεχών και φρόντισε να σταλούν για εκπαιδευτικούς λόγους αξιωματικοί στην Ευρώπη.
Η περίοδος που ήταν διοικητής της σχολής θεωρείται απ τις καλύτερες περιόδους της Ευελπίδων. Στον χώρο της σχολής υπάρχει προτομή του.
Πέθανε το 1893 στην Αθήνα με τον βαθμό του συνταγματάρχη εν ενεργεία και τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη του Σωτήρος. Ήταν παντρεμένος με την Μαρία Γεωργαντά και απέκτησε τρία παιδιά.
Πηγές:
https://www.fosonline.gr/stiles/paraskinio/article/123798/oi-gynaikes-toy-kolokotroni
https://sportlive.gr/news/koinonia/1821-ellada-kolokotronis-istoria-panoy-kolokotroni/
https://argolikivivliothiki.gr/2009/12/17/kolokotronispanos/
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%82_%CE%9A%CE%BF