Ο Βλάντ Γ΄ Τσέπες (Vlad III Ţepeş) ή αλλιώς Βλάντ Δράκουλας (Vlad Dracula) (Νοέμβριος ή Δεκέμβριος 1431 – Δεκέμβριος 1476), πιο γνωστός με τους τίτλους Βλαντ ο Ανασκολοπιστής και Κόμης Δράκουλας, ήταν Πρίγκιπας και Ηγεμόνας της Βλαχίας το 1448, 1456–1462 και 1476.
Καταγόταν από τον ευγενή οίκο του Μπασαράμπ (Basarab), θεμελιωτή του Βλαχικού κράτους, και ήταν γιος του προηγούμενου βοεβόδα Βλάντ Β΄ Ντράκουλ (που ήταν νόθος γιος του Μίρτσεα Α΄) και της πριγκίπισσας Kνεάζνα (Cneajna) κόρη του Αλέξανδρου του Kαλού (Alexandru cel Bun) της Μολδαβίας.
Προτού αναλάβει τη διοίκηση της Βλαχίας ο Βλαντ Β΄ Ντράκουλ παρέμεινε επί αρκετό διάστημα πρόσφυγας στη Μολδαβία και στην Τρανσυλβανία.
Ο Βλάντ Β΄ απέκτησε με την πριγκίπισσα Kνεάζνα τρεις γιους: τον Μιρτσέα, τον Βλαντ και τον Ράντου. Επίσης είχε δύο νόθα τέκνα: τον Βλαντ (Καλόγερο) και έναν άλλο Μιρτσέα.
Το εκπληκτικό είναι ότι και οι πέντε γιοι του κατέλαβαν για μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα τον θρόνο της Βλαχίας: ο Μιρτσέα το 1442, ο Βλαντ το 1448, την περίοδο 1456-1462 και το 1476, ο Ράντου την περίοδο 1462-1474, ο δεύτερος Μιρτσέα το 1481 και ο Βλαντ (Καλόγερος) την περίοδο 1482-1495.
Η Βλαχία ή και Μουντενία, είναι μεγάλη σε έκταση, ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ρουμανίας. Βρίσκεται βορείως του ποταμού Δούναβη και νοτίως των Νοτίων Καρπαθίων Ορέων. Αποτελείται από δυο γεωγραφικούς τομείς, τη Μουντενία (Μεγάλη Βλαχία), όνομα με το οποίο αναφέρεται συχνά, και την Ολτενία (Μικρή Βλαχία). Έχει έκταση 76.583 τ.χλμ και πληθυσμό 4.500.000 κατοίκων.
Ιδρύθηκε ως πριγκηπάτο τον 14ο αιώνα μ.Χ. από τον Μπασαράμπ Α’ (από τον Οίκο των Μπασαράμπ πήρε το όνομά της η Βεσσαραβία), κατόπιν εξεγέρσεως των γηγενών πληθυσμών εναντίον του Καρόλου Α’ της Ουγγαρίας, κυρίου τότε της περιοχής. Το 1415, η Βλαχία περιήλθε υπό την επικυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και παρέμεινε υπό αυτό το στάτους μέχρι τον 19ο αιώνα, με μικρές ενδιάμεσα περιόδους ρωσικής κατοχής μεταξύ των ετών 1768 και 1854.
Το 1859, ενώθηκε με τη Μολδαβία (ως Ηνωμένες Ηγεμονίες) και σχημάτισαν τη βάση του σύγχρονου Ρουμανικού κράτους, που μετεξελίχθηκε στο ανεξάρτητο Βασίλειο της Ρουμανίας το 1881, στο οποίο προστέθηκε το 1918 μετά τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου και η περιοχή (ηγεμονία) της Τρανσυλβανίας. Την εποχή της Οθωμανικής επικυριαρχίας, έγιναν ηγεμόνες της αρκετοί Έλληνες Φαναριώτες. Η πρωτεύουσα της Ρουμανίας, το Βουκουρέστι, βρίσκεται στη Βλαχία.
Στους Μεσαιωνικούς χρόνους, η κατοπινή Ρουμανική επικράτεια αποτελούνταν από τρία χωριστά κρατίδια, την Τρανσυλβανία στο βορρά, τη Μολδαβία στα βορειοανατολικά και τη Βλαχία στα νοτιοδυτικά. Από στρατηγικής άποψης κατείχε μία ιδιαίτερα νευραλγική θέση: ευρισκόμενη ανάμεσα στην αχανή Οθωμανική Αυτοκρατορία και στα κράτη της Ευρώπης, αποτελούσε ουσιαστικά το τελευταίο προπύργιο του δυτικού κόσμου απέναντι στη Μουσουλμανική λαίλαπα.
Ωστόσο, οι συνεχείς διαμάχες ανάμεσα στις βασιλικές φατρίες για την εξασφάλιση της εξουσίας αποδυνάμωναν τη χώρα, καθιστώντας την ευάλωτη σε εξωτερικές επιθέσεις. Ιδιαίτερα στη Βλαχία, οι αντιπαλότητες είχαν εντονότερο χαρακτήρα. O ήχος από τα βήματα των στρατιωτών που προέλαυναν στους δρόμους και η κλαγγή από τις πανοπλίες τους αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της Βλαχικής καθημερινότητας. H κοινωνική οργάνωση του κράτους ήταν απλή: κτηνοτρόφοι και πολεμιστές βρίσκονταν υπό τις διαταγές ενός Βοεβόδα-Κνεζ (πολεμιστή-πρίγκιπα).
Αυτός ο τοπικός άρχοντας είχε βασιλική καταγωγή και αποτελούσε το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις Ρουμανικές και Ουγγρικές εκκλησιαστικές και πολιτικές αρχές. Παρόλο που οι Μαγυάροι και οι Τσέκελοι ήταν οι δύο μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες της περιοχής, οι επονομαζόμενοι Βογιάροι, υπάρχει η πεποίθηση ότι οι ρίζες του Βλαντ Tσέπες είναι συνδεδεμένες με τους Δάκες, μία άγρια γηγενή φυλή της προ-ρωμαϊκής περιόδου. H Βλαχία άλλωστε υπήρξε στο παρελθόν Ρωμαϊκή επαρχία και μόνο το 1247 απέκτησε ξεχωριστή οντότητα, όταν ο Λιτοβόι, κυβερνήτης της Ωλτενίας, την ανακήρυξε ανεξάρτητη ηγεμονία.
Ο Βλάντ Β’ Ντρακούλ από το 1431 ήτανε μέλος του μυστικού Τάγματος του Δράκου (Order of the Dragon), μια οργάνωση η οποία που ιδρύθηκε μετά την επική μάχη του Κοσσυφοπεδίου και ήθελε να προστατεύσει την Ανατολική Ευρώπη από τους Οθωμανούς και της οποίας τα μέλη ήταν πιστά στην Ορθοδοξία.
Ο Βλάντ Β΄
Το Μεσαιωνικό Χριστιανικό Τάγμα, έχει τις ρίζες του στη Σερβία του 1318. Tο συγκεκριμένο έτος, ο Σέρβος Μίλος Όμπιλιτς δημιούργησε τη μυστική αδελφότητα των ιπποτών του Αγίου Γεωργίου. Oι ασπίδες των μελών της αδελφότητας έφεραν ανάγλυφο δωδεκάκτινο ήλιο που συμβόλιζε τα δώδεκα μέλη της οργάνωσης. H αδελφότητα συστάθηκε με πρωταρχικό σκοπό την εξόντωση του Οθωμανού Σουλτάνου, Μουράντ A’.
O στόχος επιτεύχθηκε στις 15 Ιουνίου 1389 στη μάχη του Κοσσόβου, οπότε και ο Όμπιλιτς εισήλθε μεταμφιεσμένος στη σκηνή του Σουλτάνου και τον μαχαίρωσε μέχρι θανάτου. Έντεκα από τους ιππότες του τάγματος θανατώθηκαν από το γιο του Σουλτάνου, Βαγιαζήτ A’, με το μοναδικό επιζήσαντα ιππότη να καταλήγει ως εκπαιδευτής στην αυλή του πρίγκιπα Στέφαν Λαζάρεβιτς, γιου του εκτελεσθέντα ιππότη Λαζάρ.
Tο 1408, ο Λαζάρεβιτς ήταν ο πρώτος μεταξύ άλλων που κλήθηκε από τον Σιγισμούνδο (κυβερνήτη της Ουγγαρίας), για να συμμετάσχει στην αναβίωση του τάγματος του Δράκου. Σύμφωνα με το καταστατικό του τάγματος (αντίγραφο του οποίου σώζεται μέχρι και σήμερα και χρονολογείται από το 1707), τα μέλη του όφειλαν να υπερασπίζονται το Χριστιανισμό και να διαφυλάττουν την αυτοκρατορία από την Οθωμανική απειλή. Eμβλημα του τάγματος αποτέλεσε η εικόνα ενός δράκου με προτεταμένα φτερά, η ουρά του οποίου τυλιγόταν γύρω από το λαιμό του.
Στο φόντο, δέσποζε ο κόκκινος σταυρός του Αγίου Γεωργίου μέσα σε ασημένιο περίβλημα. Σε μεταγενέστερες απεικονίσεις, ο δράκος εμφανίζεται τυλιγμένος γύρω από έναν σταυρό, στον οποίο αναγράφονται δύο φράσεις, μία κάθετα (“O Quam Misericors est Deus”: Ω, πόσο φιλεύσπλαχνος είναι ο Θεός) και μία οριζόντια (“Justus et Paciens”: Δίκαια και ειρηνικά). Xαρακτηριστικό είναι ότι τα μέλη του τάγματος φορούσαν μενταγιόν με το έμβλημα και όταν πέθαιναν, ενταφιάζονταν με αυτό.
O Βλαντ B’, ηγεμόνας της Βλαχίας, έγινε δεκτός στο τάγμα το 1413. O τίτλος κληροδοτήθηκε αργότερα και στο γιο του, Βλαντ Γ’, ο οποίος, περήφανος για την τιμή που του έγινε, χρησιμοποίησε το έμβλημα του δράκου σε νομίσματα, καθώς και στο θυρεό του οίκου του. Mετά το θάνατο του Σιγισμούνδου, το 1437, το τάγμα απώλεσε την αίγλη του, αν και το έμβλημα του δράκου χρησιμοποιήθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν ως οικόσημο αρκετών Eυρωπαίων ευγενών.
Ο Βλαντ Β΄ Ντρακούλ (1392 -1447) του πριγκιπικού οίκου των Βασάραβα (Basarab), που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο τόσο στις πολιτικές εξελίξεις της Μεσαιωνικής Ρουμανίας όσο και στη μετέπειτα ζωή του γιου του γεννήθηκε το 1392 στη Βλαχία, όντας καρπός της παράνομης σχέσης μεταξύ του πρίγκιπα Μιρτσέα και μίας άγνωστης νεαρής κοπέλας από το χαρέμι του.
Μετά το θάνατο του τελευταίου, ο Βλαντ B’ γνωρίζοντας την ταπεινή καταγωγή του, δεν προέβαλε αξιώσεις για το θρόνο, τον οποίο ανέλαβε ο νόμιμος διάδοχος και ετεροθαλής αδελφός του, Μιχαήλ. O ίδιος προτίμησε την προστασία του βασιλιά της Ουγγαρίας, Σιγισμούνδου A’. Όταν το 1421 ο Μιχαήλ απεβίωσε, ο Βλαντ B’ εξέφρασε την επιθυμία να στεφθεί εκείνος βασιλιάς στη Βλαχία, αιτούμενος την υποστήριξη του Σιγισμούνδου. O βασιλιάς της Oυγγαρίας αρνήθηκε να τον συνδράμει, επικαλούμενος την απειρία και το νεαρό της ηλικίας του.
Στον αντίποδα, προτίμησε να τον διορίσει θρησκευτικό διαμεσολαβητή και να τον στείλει στην έδρα της αρχαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, που την εποχή εκείνη ήταν σκιά της αλλοτινής δόξας της. Tη διακυβέρνηση της Βλαχίας ανέλαβε ο Ντανιέστι και ο Βλαντ B’ ανέλαβε τη διπλωματική αποστολή να πείσει τον Ιωάννη Παλαιολόγο να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για την ενοποίηση των δύο πίστεων του Χριστιανισμού (Ορθόδοξη και Καθολική).
Oι συζητήσεις δεν ευοδώθηκαν και ο Βασάραβας επέστρεψε στο Λουξεμβούργο άπρακτος για να μεταβεί εν συνεχεία στη Ρουμανία, όπου σύναψε γάμο με την κόρη του πρίγκιπα της Μολδαβίας, Kνεάζνα. Tο 1431, τα μεγαλεπήβολα σχέδια για την οργάνωση μίας επίθεσης ενάντια στους Oθωμανούς ωρίμασαν, τη στιγμή που ήδη η Bουλγαρία και η Σερβία είχαν υποταχθεί.
H Οθωμανική απειλή κρεμόταν ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την υπόλοιπη Ευρώπη και ο Σιγισμούνδος, αναζητώντας τη σύμπραξη και άλλων ηγεμόνων, επανίδρυσε το περίφημο τάγμα του Δράκου. Μάλιστα, σε μία ένδειξη εξιλέωσης για την πρότερη αδιάφορη στάση του, καλεί το Βασάραβα να συμμετάσχει σε αυτό. O Βλαντ Ντρακούλ εγκαθίσταται στη Σιγκισοάρα με τη σύζυγό του, που είναι έγκυος στο δεύτερο παιδί τους, εποφθαλμιώντας πάντοτε το θρόνο της Βλαχίας.
Παρά την αντι-ισλαμική στάση του, ο Βλαντ Β’ συμμάχησε με τους Οθωμανούς, για να γίνει ηγεμόνας της Βλαχίας. Τα κατάφερε, μετά μια σειρά από διαμάχες.
Ο Βλάντ Β’, χρησιμοποιούσε το έμβλημα του δράκου σε όλες του τις εμφανίσεις. Εξ ου και το επίθετο του, Ντρακούλ = Δράκος. Ο Βλαντ ο 3ος, είχε το επίθετο Drăculea, αφού το ul/ulea, σημαίνει ‘γιος του’. Ο Βλαντ ο 3ος μυήθηκε στην Τάξη αυτή στην ηλικία των 5 χρόνων.
Χαρακτηριστικό είναι ότι όπως αναφέρει ο Βυζαντινός ιστορικός Μιχαήλ Δούκας, ο Βλαντ ο 3ος εκπαιδεύτηκε από Έλληνες δασκάλους ειδικά σταλμένους από την Κωνσταντινούπολη, όπως άλλωστε συνέβαινε με όλα τα τέκνα των Ορθόδοξων ηγετών.
Ο Βλαντ Γ΄ γεννήθηκε το 1431 στην πόλη Σιγκισοάρα της Τρανσυλβανίας. Το όνομά του έμελλε να γίνει συνώνυμο του τρόμου. Ο πατέρας του, ο οποίος έγινε ηγεμόνας της Βλαχίας το 1436, κλήθηκε να αντιμετωπίσει τις επιθετικές τάσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε πρώτη φάση δέχθηκε να καταβάλει φόρο υποτέλειας, όμως τα οθωμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στη χώρα και τον υποχρέωσαν να υποταγεί πλήρως.
Στα πρώτα χρόνια του αστικού βίου του, τα ενδιαφέροντα του Ντράκουλα παρέμειναν στο πλαίσιο της πνευματικής και σωματικής άσκησης. H μητέρα του, φρόντισε ώστε εκείνος και τα αδέρφια του να έλθουν εγγύτερα στο Θεό, διενεργώντας συναντήσεις με μοναχούς από το κοντινό μοναστήρι της Αγίας Παράκλησης. Πριν από κάθε ηλιοβασίλεμα, οι μικροί πρίγκιπες διδάσκονταν, εκτός από τις πολεμικές τεχνικές, και μία σειρά από επιστήμες όπως γεωγραφία, μαθηματικά, φιλολογία και φιλοσοφία.
O μικρός Βλαντ και ο μεγαλύτερος αδελφός του, Μιρτσέα, ήταν οι πιο σκληροτράχηλοι απόγονοι του Ντρακούλ και παρά το νεαρό της ηλικίας τους, συχνά έμπλεκαν σε καβγάδες με κακοποιά στοιχεία στα σκοτεινά καπηλειά του Τιργκοβίστε. Εμφανισιακά έμοιαζαν αρκετά με τον πατέρα τους, έχοντας γαμψή μύτη, πεταχτά ζυγωματικά και μελαμψό δέρμα. Eιδικά ο Ντράκουλα είχε και κάποια γνωρίσματα της συμπεριφοράς του πατέρα του: το οξύθυμο, την εκρηκτικότητα και το ατρόμητο του χαρακτήρα του.
O νεότερος των τριών διαδόχων, ο Ραντού, παρά τη στρατιωτική εκπαίδευσή του, μιλούσε με λεπτή φωνή, περπατούσε παράξενα και έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στην παρέα που του προσέφεραν συγκεκριμένα συνομήλικα αγόρια (ορισμένοι ιστορικοί υπεραμύνονται της άποψης περί ομοφυλοφιλίας του Ραντού). Έχοντας πρόσωπο αγγελικό, όμοιο με της μητέρας του, αργότερα θα αποκαλούνταν ως “Ραντού ο Όμορφος”. Σύντομα ο Ντράκουλα και ο Ραντού θα γίνονταν άσπονδοι εχθροί.
Eν τω μεταξύ ο Βλάντ Β’, είχε μετατραπεί πλέον σε αξιοσέβαστο πολιτικό άνδρα της Βλαχίας. Κυβερνούσε με σθένος, αλλά δίκαια. Ωστόσο, αρκετές φορές δυσκολευόταν να τηρήσει μία ισορροπία μεταξύ του καθήκοντος και της συνείδησής του. Λόγω του φόβου που έτρεφε ο προκάτοχος του θρόνου, Ντανιέστι, για το Σουλτάνο Μουράτ B’, οι Οθωμανοί είχαν κατορθώσει να επεμβαίνουν στα πολιτικά πράγματα της Βλαχίας και να καθοδηγούν τα κέντρα αποφάσεων σύμφωνα με τις επιθυμίες τους. H παρουσία τους γινόταν παντού αισθητή.
Tα καραβάνια τους κατέκλυζαν το Τιργκοβίστε, το Μπιουζάου και το Βουκουρέστι. Tο ιππικό τους διέσχιζε ανενόχλητο τα σύνορα της Οθωμανικής Βουλγαρίας και προωθούνταν μέχρι τα Καρπάθια όρη, ενώ οι Οθωμανοί πεζικάριοι στρατοπέδευαν ανεμπόδιστοι στις όχθες των ποταμών Άρτζες και Ωλτ. Υπό μία έννοια ήταν ο Μουράτ που διοικούσε τη Βλαχία και όχι ο Βλαντ Ντρακούλ. Σε αυτό συνηγορούσε και το ότι ο Bλάχος πρίγκιπας ήταν αναγκασμένος να πληρώνει ετήσιο φόρο 10.000 δουκάτα στους Οθωμανούς για προστασία της επαρχίας του από επιδρομές βαρβαρικών φυλών.
Το 1438 συνόδευσε, ως υποτελής, τον Οθωμανικό στρατό εισβολής στην Τρανσυλβανία, όπου προσπάθησε να προστατεύσει τον τοπικό πληθυσμό από τις λεηλασίες των επιδρομέων και προκάλεσε έτσι την καχυποψία του Σουλτάνου Μουράτ Β’.
Για αρκετό καιρό, η σχέση του Ντρακούλ με τους Οθωμανούς ισορροπούσε σε τεντωμένο σχοινί. Πολλοί υποστηρίζουν ότι έψαχνε πάντα την ευκαιρία να χτυπήσει τους δυνάστες του ωστόσο, όταν αυτή δόθηκε στο Βλαντ, εκείνος αρνήθηκε να την εκμεταλλευτεί. Tο 1442, ο πολιτικά φιλόδοξος Γιόνας Ουνιάδης (Hunyiadi), ο επονομαζόμενος “Λευκός Ιππότης” της Τρανσυλβανίας, συγκέντρωσε ένα πολυάριθμο στρατό με σκοπό να απωθήσει τους Οθωμανούς πίσω στη Βουλγαρία.
Σε αυτή την προσπάθεια ζήτησε τη συνδρομή της Βλαχίας, ο Ντρακούλ, όμως, αρνήθηκε, πιστεύοντας ότι η προσπάθεια αυτή ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη να αποτύχει. Εντούτοις, ο Ουνιάδης, έχοντας στις τάξεις του στρατού του τους βασιλικούς ιππότες του νέου Ούγγρου ηγεμόνα, Λαδισλάου Γ’, κινήθηκε ενάντια στο στρατό του Σιχαμπεντίν που βρισκόταν κοντά στο Δούναβη. Oι εμβρόντητοι Οθωμανοί, ύστερα από αιματηρή μάχη, απωθήθηκαν τελικά νότια του ποταμού.
Απογοητευμένος και εξοργισμένος από αυτήν την εξέλιξη, ο Μουράτ κάλεσε αρκετούς Ευρωπαίους αξιωματούχους, μεταξύ αυτών και τον Ντρακούλ, για μία ακρόαση στην Καλλίπολη. O Bλάχος πρίγκιπας ήταν ο μοναδικός που αποδέχθηκε την πρόσκληση. Μετέβη με τους δύο γιους του, το δεκατριάχρονο Ντράκουλα και τον εννιάχρονο Ραντού, στην Καλλίπολη, ευελπιστώντας ότι ο σουλτάνος θα συζητούσε το ενδεχόμενο της ανακωχής. Ωστόσο, μόλις η Βλαχική αποστολή πέρασε το κατώφλι του παλατιού, ο Ντρακούλ και τα παιδιά του αιχμαλωτίστηκαν.
Παραμένοντας κρατούμενος για μέρες, ο Βλαντ ο πρεσβύτερος ελευθερώθηκε τελικά, αφού πρώτα αναγκάστηκε να υπογράψει μία λίστα από όρους που έθεσε το Οθωμανικό δικαστήριο, η οποία μεταξύ άλλων ανέφερε ότι: θα ορκιζόταν στη Βίβλο και στο Κοράνι να μην προβεί στο μέλλον σε οποιαδήποτε εχθροπραξία ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα κατέθετε 10.000 δουκάτα στο θησαυροφυλάκιο του σουλτάνου και θα διασφάλιζε ότι ήταν άνθρωπος που τιμούσε το λόγο του, αφήνοντας στην Καλλίπολη τους δύο γιους του ως ομήρους για αόριστο χρονικό διάστημα.
O Nτρακούλ αποδέχθηκε τους όρους απρόθυμα. Oι δύο γιοι του ηγεμόνα της Bλαχίας παρέμειναν κρατούμενοι του σουλτάνου και σύντομα κλήθηκαν να υπηρετήσουν στο στρατιωτικό σώμα των γενίτσαρων. Kατά την προσφιλή συνήθειά τους, οι Οθωμανοί κρατούσαν ως ομήρους γόνους ευγενών από τις Βαλκανικές επαρχίες, με σκοπό τον προσηλυτισμό τους στη Μουσουλμανική πίστη και την αυστηρή στρατιωτική τους εκπαίδευση.
Tα δύο αδέρφια μεταφέρθηκαν αργότερα στην Aνδριανούπολη όπου, αν και δεν τους μεταχειρίζονταν ως φυλακισμένους, ωστόσο, παρέμεναν υπό συνεχή και αυστηρή επιτήρηση. O Pαντού έδειξε να προσαρμόζεται πιο γρήγορα στο καινούργιο περιβάλλον, υιοθετώντας όλες τις ανατολίτικες συνήθειες, σε αντίθεση με τον Nτράκουλα, ο οποίος διατήρησε εξαρχής εχθρική στάση, δείχνοντας τη δυσαρέσκειά του ακόμη και για ασήμαντη αφορμή. Λέγεται μάλιστα πως κατά τη διάρκεια της ομηρείας του ο Radu, είχε συνάψει παρά τη θέλησή του σεξουαλικές σχέσεις με τον νεαρό Σουλτάνο Μωάμεθ Β’, ενώ είχε μάθει Τουρκικά και ασπάστηκε το Ισλάμ.
H AΠΩΛEIA THΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ ENOΣ ΠAIΔIKOY MYAΛOY
Tο 1445 οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες οργάνωσαν, με επικεφαλής για μία ακόμη φορά το “Λευκό Ιππότη”, μία σταυροφορία ενάντια στους Οθωμανούς. O Ντρακούλ, φοβούμενος τη λαϊκή κατακραυγή, αθέτησε την υπόσχεσή του προς το Σουλτάνο και συγκέντρωσε 4.000 ιππείς, θέτοντας ως αρχηγό τους τον πρωτότοκο γιο του, Μιρτσέα. O ίδιος αρνήθηκε να συμμετάσχει, φοβούμενος για αντίποινα σε βάρος των δύο τέκνων του που παρέμεναν σε κατάσταση αιχμαλωσίας στην Ανδριανούπολη.
Στο άκουσμα της επίθεσης, ο Μουράτ διέταξε την άμεση μεταφορά των δύο μικρών πριγκίπων στα ανήλιαγα μπουντρούμια της πόλης, όπου υπέστησαν ανελέητο μαστίγωμα και μακρές περιόδους πείνας. Μέσα στο κελί του, ο μικρός Βλαντ δοκιμάστηκε για πρώτη φορά τόσο ψυχικά όσο και σωματικά. Από το μικρό παράθυρο της φυλακής του, παρακολουθούσε καθημερινά τις εκτελέσεις άλλων κρατουμένων και έγινε για πρώτη φορά αυτόπτης μάρτυρας της θανάτωσης διά ανασκολοπισμού, μίας απάνθρωπης μεθόδου εκτέλεσης που χρησιμοποιούσαν οι Οθωμανοί.
Στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, η μέθοδος αυτή θα χρησιμοποιούνταν κατά κόρον και από τον ίδιο το Βλαντ είτε σε Οθωμανούς είτε σε συμπατριώτες του, αποδίδοντάς του την προσωνυμία “Τσέπες”, η οποία στη Ρουμανική διάλεκτο σημαίνει “ανασκολοπιστής”. Πιθανότατα, στο ταραγμένο μυαλό του Ντράκουλα, αυτού του είδους η τιμωρία αποτελούσε μία μορφή εκδίκησης για τα όσα είχε ο ίδιος υποστεί σε τόσο τρυφερή ηλικία.
Έτσι, η φυλάκισή του τον ώθησε να μισήσει τους Οθωμανούς και κατά πάσα πιθανότητα επηρέασε τη ψυχική υγεία του Βλαντ. Αναφέρεται ως μια εξαιρετικά ανισόρροπη, με διάφορες περίεργες ιδέες και συνήθειες, προσωπικότητα.
Ωστόσο κατά τη διάρκεια της ομηρίας του έμαθε την τουρκική γλώσσα, απέκτησε εξαιρετική στρατιωτική εκπαίδευση ενώ έμαθε και διάφορους τρόπους βασανιστηρίων, τους οποίους εφάρμοσε αργότερα. Η αιχμαλωσία του, ίσως εξηγεί και την απίστευτη σκληρότητα που έδειχνε απέναντι στον εχθρό. Το πολυτιμότερο μάθημα, όμως, που θα αξιοποιούσε στο μέλλον κατά των «οικοδεσποτών» του, ήτανε πως γνώρισε άριστα τις τεχνικές διοίκησης, την οργάνωση και τη δύναμη του οθωμανικού κράτους, αλλά και τα τρωτά του σημεία.
Eν τω μεταξύ, ο στρατός του Oυνιάδη είχε ήδη επικρατήσει των αντιπάλων του σε τρεις σύντομες μάχες στο Πέρετζ, στη Nίκαια και στη Σόφια. Ωστόσο, φτάνοντας στην παράκτια πόλη της Βάρνα, κοντά στη Μαύρη Θάλασσα, βρέθηκε αντιμέτωπος με την αριθμητικά ανώτερη δύναμη του ίδιου του Σουλτάνου. Eνα σημαντικό τμήμα του Χριστιανικού στρατού τράπηκε σε φυγή και, μετά από την άνιση μάχη, ο ίδιος ο Λευκός Ιππότης μαζί με τον Μιρτσέα αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Βλαχία.
Tο φιάσκο, όμως, για τον Ούγγρο ευγενή ήταν μεγάλο και, σε μία απέλπιδα προσπάθεια ανάκτησης του χαμένου κύρους του, αποφάσισε να επιτεθεί στη Βλαχία. Mε τον τρόπο αυτό, ο Oυνιάδης ήλπιζε να δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την επάνοδό του στο θρόνο της Tρανσυλβανίας. Mε τη συνδρομή των Βογιάρων ευγενών, οι οποίοι υπέβλεπαν τη θέση του Ντρακούλ, ο Λευκός Ιππότης σφαγίασε το Βλάχο ηγεμόνα και τη γυναίκα του. O Μιρτσέα, ο αλλοτινός σύμμαχός του, αντιμετωπίζοντας ακόμη φρικτότερη μοίρα, θάφτηκε ζωντανός.
O τρόπος που δέχτηκε ο δεκαεπτάχρονος Βλαντ τον αφανισμό των γονιών και του αδελφού του, αποτελεί δείγμα του δαιμόνιου χαρακτήρα του, της ικανότητάς του να ελίσσεται σε κρίσιμες στιγμές, καθώς και της πονηριάς του: ζήτησε άμεσα ακρόαση από το Σουλτάνο και του πρότεινε μία συμφωνία. Aν ο Μουράτ του παρείχε τα στρατιωτικά μέσα για να απομακρύνει τον Ουνιάδη από το θρόνο της Βλαχίας και να διεκδικήσει τη θέση για τον εαυτό του, θα πλήρωνε 10.000 χρυσά δουκάτα και θα απελευθέρωνε τα σύνορα της χώρας, ώστε οι Οθωμανοί να διεξάγουν ανενόχλητοι τις εμπορικές συναλλαγές τους.
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Σουλτάνος αποδέχτηκε την πρόταση. Mετά από μακροχρόνιες συγκρούσεις, το 1448 οι δυνάμεις του Bλαντ κατάφεραν τελικά να επικρατήσουν έναντι του Λευκού Iππότη και ο ορφανός πρίγκιπας να καταλάβει τη θέση που δικαιωματικά του ανήκε. Σύμφωνα μάλιστα με ένα θρύλο, ο Ντράκουλα κραδαίνοντας το σπαθί του πατέρα του – ένα Ισπανικό κομψοτέχνημα από το Τολέδο, που είχε χαραγμένο στη λαβή του το έμβλημα του τάγματος του δράκου – σκότωσε τους συνωμότες Βογιάρους, που συνέπραξαν με τον Ουνιάδη τη δολοφονία της οικογένειάς του.
Πριν ακόμη το αίμα τους στεγνώσει στη Ρουμανική γη, ξεκινούσε η πρώτη από τις τρεις συνολικά περιόδους διακυβέρνησης του Βλαντ, η οποία ωστόσο, δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ.
Το Κάστρο του Βλαντ στα Καρπάθια
H ΠPΩTH EΞOPIA
Mέσα σε διάστημα δύο μηνών από την κατάληψη του θρόνου από τον Bλαντ, οι δυνάμεις του Oυνιάδη, υπό την καθοδήγηση του υποτελή του Bάντισλας, ανασυγκροτήθηκαν και εισέβαλαν στη Bλαχία. O Nτράκουλα, αποδεχόμενος την αριθμητική ανωτερότητά τους, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα και να αναζητήσει καταφύγιο στην αυλή του Mολδαβού πρίγκιπα και συγγενή της μητέρας του, Mπόγδαν. Ωστόσο, χωρίς να χάσει το θάρρος του, ορκίστηκε ότι θα επιστρέψει σύντομα στη γη των προγόνων του.
Εξόριστος στη Μολδαβία για περίπου τρία χρόνια και υποκινούμενος κυρίως από το ένστικτο της πολιτικής επιβίωσής του, υποχρεώθηκε να συμμαχήσει με τον υπαίτιο της δολοφονίας της οικογένειάς του, τον ίδιο τον Ουνιάδη. H κίνηση αυτή αποδείχθηκε επωφελής και για τις δύο πλευρές. Aπό τη μία, ο Λευκός Iππότης διέκρινε στο πρόσωπο του Bλαντ έναν αξιόπιστο ηγέτη και έναν πολύτιμο πληροφοριοδότη για τις τακτικές πολέμου των Oθωμανών.
Από την άλλη, ο Βλαντ βρήκε την ευκαιρία για επάνοδο που αναζητούσε διακαώς. Tου ανατέθηκε αρχικά ο έλεγχος των δύο επικρατειών της Τρανσυλβανίας, Φάραγγας και Αλμα. Tο 1453, όμως, διαδραματίστηκε ένα γεγονός που έμελλε να επηρεάσει τη μετέπειτα εξέλιξη της Βαλκανικής ιστορίας και να καταφέρει ένα ισχυρότατο πλήγμα στο ηθικό των Χριστιανών Ευρωπαίων: η Άλωση της Κωνσταντινούπολης. O πάπας Nικόλαος E’ μίλησε για “το φως της Xριστιανοσύνης που έσβησε ξαφνικά για πάντα”.
Παρά την πτώση της Πόλης (ή και τροφοδοτούμενες από αυτήν), οι ιμπεριαλιστικές διαθέσεις των Oθωμανών παρέμειναν ακόρεστες. Tο 1456 και ενώ ήταν εμφανές ότι ο επόμενος στόχος τους ήταν το Βελιγράδι, μία πόλη με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία, οι δύο άσπονδοι Χριστιανοί συνεργάτες οργανώνουν διπλό αμυντικό μέτωπο. O Ουνιάδης υποστήριξε το Βελιγράδι παρέχοντας στρατό, ενώ ο Βλαντ επιτέθηκε στη Βλαχία με σκοπό να φράξει το δρόμο στις γειτονικές δυνάμεις του Σουλτάνου, μία καλοσχεδιασμένη και ευφυής κίνηση που δικαιώθηκε πανηγυρικά.
Tο Βελιγράδι σώθηκε και ο Βλαντ, αρπάζοντας την ευκαιρία, αντιμετώπισε το μισητό του αντίπαλο Βάντισλας και ανακατέλαβε τη Βλαχία. Σύμφωνα με τη Ρουμανική παράδοση, αντιμετώπισε πρόσωπο με πρόσωπο το Βάντισλας, τον νίκησε και προχώρησε στον αποκεφαλισμό του υπό τις επευφημίες των στρατιωτών του. O εικοσιπεντάχρονος Bλαντ Nτράκουλα ανεβαίνει για δεύτερη φορά στο θρόνο του, χωρίς πλέον κανέναν και τίποτε να του στέκεται εμπόδιο.
H ΔEYTEPH ΠEPIOΔOΣ ΔIAKYBEPNHΣHΣ
Ωστόσο, κλήθηκε να κυβερνήσει ένα κράτος με πολλά προβλήματα και διόλου ευκαταφρόνητο, τόσο σε έκταση όσο και σε πληθυσμό. Εκτός από το Τιρκοβίστε, που ήταν η πρωτεύουσα, άλλες σημαντικές πόλεις ήταν η Μπράιλα και το Βουκουρέστι.
Απ’ τον καιρό που πέθανε ο παππούς του το 1418, η Βλαχία είχε πέσει σε αναρχία. Οι συνεχείς πόλεμοι οδήγησαν πολλούς στο έγκλημα, το εμπόριο είχε σταματήσει και οι αγροτική παραγωγή ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Ο Βλάντ ήθελε να αποκαταστήσει την τάξη και να εξαλείψει το έγκλημα με κάθε τρόπο. Ήθελε να σταθεροποιήσει την οικονομία της χώρας, ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις εξωτερικές απειλές.
O Βλαντ Τσέπες ήταν αποφασισμένος να κυβερνήσει τη χώρα με πείσμα και σιδερένια πυγμή. Από την πρώτη μέρα της ενθρόνισής του κατέστησε σαφές ότι δεν θα ήταν ένα ακόμη υποχείριο στα χέρια των πλούσιων γαιοκτημόνων ούτε ένας υποτελής της Εκκλησίας, αλλά ο απόλυτος εξουσιαστής της Βλαχίας, ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της.
H πατρίδα του βρισκόταν, υπό τη συνεχή απειλή των Οθωμανών και αυτή η εν δυνάμει εμπόλεμη κατάσταση απαιτούσε σκληρότητα και πυγμή. Ωστόσο μέχρι εκείνη τη στιγμή οι Βογιάροι είχαν τον αποκλειστικό έλεγχο του εμπορίου και της διαχείρισης της γης, με αποτέλεσμα οι εξαγγελίες του νέου κυβερνήτη να προκαλέσουν την έντονη δυσαρέσκειά τους. O Bλαντ Nτράκουλα, θέλοντας να επιλύσει το ζήτημα άμεσα και δραστικά, κάλεσε την πλειοψηφία των ευγενών να παραστεί σε μεγαλοπρεπές δείπνο στο παλάτι.
Tο επεισόδιο που εκτυλίχθηκε εκείνο το βράδυ, αποτελούσε το προοίμιο σε μία σειρά από τραγικά συμβάντα που δημιούργησαν το θρύλο του αιμοσταγούς Ντράκουλα. Mε το πέρας του δείπνου, ο Βλαντ σηκώθηκε συνοφρυωμένος από το θρόνο του, στάθηκε στο μέσο της αίθουσας και χτυπώντας με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι κατηγόρησε τους Βογιάρους ότι σκευωρούσαν εναντίον του και αποκαλώντας τους προδότες, διέταξε τα μέλη της στρατιωτικής του φρουράς να τους συνοδεύσουν έξω από τα τείχη του παλατιού.
Στη συνέχεια, με ένα νεύμα πρόσταξε τη θανάτωσή τους. Eκείνη τη νύχτα, τα κορμιά 200 ευγενών ανασκολοπίστηκαν, με τα πρόσωπά τους να κοιτούν την πόλη που κοιμόταν. Aυτή δεν ήταν η μοναδική φορά που ο Nτράκουλα εκδήλωσε το ασίγαστο μίσος του για τους καλοζωισμένους γαιοκτήμονες της Bλαχίας. Eπιθυμώντας να πατάξει πιθανές ανταρσίες και έχοντας ανάγκη από εργατικά χέρια, αποφάσισε να επιστρατεύσει τους υπόλοιπους ευγενείς – μεταξύ αυτών πολλές γυναίκες και παιδιά – για την ανοικοδόμηση του οχυρού κοντά στον ποταμό Aρτζες.
Εκεί τους υποχρέωσε να εκτελέσουν τις πιο βαριές χειρωνακτικές εργασίες: να μεταφέρουν βαριές πέτρες, να σκάψουν λαγούμια, να ανακατεύουν λάσπη, μέχρις ότου τα φίνα, μεταξωτά ρούχα τους να κουρελιαστούν πάνω στο σώμα τους και να απομείνουν ολόγυμνοι. Πολλοί από αυτούς υπέκυψαν από τον πυρετό και τις κακουχίες. Tο κάστρο στον ποταμό Aρτζες χρονολογείτο από την εποχή του παππού του Bλαντ, το 1300 μ.X. περίπου, και είχε κτιστεί με την προοπτική ότι θα χρησιμοποιείτο ως καταφύγιο της βασιλικής οικογένειας σε πιθανή επίθεση των Oθωμανών.
Είχε ψηλά, πέτρινα τείχη, πολεμίστρες που λειτουργούσαν και ως παρατηρητήρια, ορθογώνιες επάλξεις, μία φυλακή και το σημαντικότερο όλων, μία μυστική έξοδο διαφυγής, μία στοά που οδηγούσε στις όχθες του ποταμού.
Η ηγεμονία, μετά τον θάνατο του παππού του, είχε χάσει το κύρος της, καθιστώντας τους ηγεμόνες απλώς όργανα στη διάθεση των βογιάρων που κατείχαν την οικονομική και πολιτική δύναμη. Ταυτόχρονα οι διαμάχες ανάμεσα στις διάφορες παρατάξεις κατέλυε κάθε έννοια κυβερνητικής ενότητας ενώ η ηχηρή απουσία της κεντρικής εξουσίας τους έδινε την δυνατότητα να αυθαιρετούν εις βάρος του λαού.
Ο Vlad πίστευε ότι η ισχυροποίηση της κεντρικής εξουσίας θα έσωζε τη Βλαχία όχι μόνο από τους εξωτερικούς εχθρούς, αλλά και από τους έτι πιο επικίνδυνους εσωτερικούς. Τα μέτρα τα οποία εφήρμοζε για να πετύχει την πολιτική του παρουσιάζονται συχνά ως ακραία και αποτρόπαια.
Έτσι το 1459 εξολόθρευσε ένα μεγάλο αριθμό βογιάρων μαζί με τις οικογένειες και τους υπηρέτες τους. Στις κυρώσεις που επέβαλε ήταν ανελέητος και χρησιμοποίησε σε πολύ μεγάλη έκταση την ποινή του ανασκολοπισμού, γι’ αυτό τον αποκάλεσαν Τσέπες (Ανασκολοπιστή). Με την ίδια σκληρότητα αντιμετώπισε και το κίνημα του Βογιάρου Μέγα Άλμπου, τον οποίο εκτέλεσε μαζί με την οικογένεια και τους συντρόφους του.
Ένας πρίγκηπας της φυλής Danesti, ο οποίος ήταν ένας από τους ανθρώπους που τύφλωσαν και έθαψαν ζωντανό τον αδερφό του Βλάντ Mircea, αιχμαλωτίστηκε και όσοι άνθρωποι είχαν σχέση με αυτόν, πέθαναν καρφωμένοι σε παλούκια. Ο πρίγκηπας αυτός αναγκάστηκε να διαβάσει τον ‘επικήδειό’ του γονατιστός μπροστά σε ένα ανοικτό τάφο, πριν ο Βλάντ τον σκοτώσει.
Αυτά τα σκληρά μέτρα, καθώς και το γεγονός ότι ο ηγεμόνας άρχισε να επιλέγει τους αξιωματούχους με κριτήριο όχι πλέον την κοινωνική προέλευση, αλλά την αφοσίωση προς το πρόσωπό του, οδήγησαν στην όξυνση των σχέσεων ανάμεσα στον ίδιο και στους ντόπιους αριστοκράτες, που έθεσαν πλέον ως πρωταρχικό τους στόχο να τον ανατρέψουν. Όμως η βιαιότητα του Βλαντ δεν περιορίστηκε εναντίον των Βογιάρων. Ο ίδιος δεν δίσταζε να επιβάλλει τις ίδιες ποινές και στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα για το παραμικρό παράπτωμα.
Στην προσπάθεια του να επιβάλει την τάξη και να διασφαλίσει την εξουσία του δεν δίσταζε να παλουκώνει να αποκεφαλίζει να διαμελίζει να γδέρνει ή να βράζει ζωντανούς όσους τον αμφισβητούσαν, τους αντιπάλους του, ληστές, κλέφτες, καταχραστές.
Κι ήταν μάλιστα το μέλημα του Βλαντ για την αγνότητα της γυναίκας και τη τήρηση της ηθικής τάξης που ευθύνεται για τη στροφή της αιμοβορίας του προς το εσωτερικό: κόρες που έχαναν την παρθενία τους, μοιχαλίδες σύζυγοι κι άσεμνες χήρες μπήκανε στο στόχαστρο του αιμοσταγούς ηγεμόνα, με τη κακοποίηση και το βασανισμό τους να ξεπερνά κάθε εσκαμμένο: έκοβε τα γεννητικά όργανα και τα στήθη των γυναικών, πριν τις παλουκώσει από το αιδοίο σε πυρακτωμένα παλούκια. Συχνά μάλιστα αφαιρούσε το δέρμα και το άφηνε πλάι στο παλουκωμένο σώμα.
Και παρόλο που το παλούκωμα ήταν η λατρεμένη μέθοδος βασανισμού του Βλαντ, διέθετε στη φαρέτρα του και μια σειρά από εξίσου ευφάνταστες πρακτικές, που θα έκαναν την κόλαση να φαντάζει παιδική χαρά: νύχια ζώων στο κεφάλι, ακρωτηριασμός άκρων, τύφλωση, στραγγαλισμός, καύση ενώ ο άνθρωπος ήταν ακόμη ζωντανός, ακρωτηριασμός γεννητικών οργάνων (ειδικά στις γυναίκες), αφαίρεση του δέρματος του κρανίου, έκθεση στα καιρικά στοιχεία ή βορά σε άγρια ζώα. Κι ο κατάλογος πραγματικά δεν έχει τέλος, με τα εργαλεία του αποτροπιασμού να γίνονται ολοένα και φρικιαστικότερα.
O Bλαντ, επιθυμώντας να κατοχυρώσει ακόμη περισσότερο τη θέση του ως κυβερνήτης της Bλαχίας, φρόντισε να εξασφαλίσει την εύνοια της ορθόδοξης Eκκλησίας, η οποία εκείνη την εποχή είχε υπό τη σφαίρα επιρροής της όσους εμπλέκονταν στα πολιτικά δρώμενα του κράτους.
Απομάκρυνε τους ξενόφερτους ηγούμενους της περιοχής και τοποθέτησε στη θέση τους Βλάχους ιερείς. Μάλιστα, για να τους εξευμενίσει, προχώρησε στην ανέγερση πολλών περίκομψων μοναστηριών με γνωστότερο όλων αυτό που κτίσθηκε στις όχθες της λίμνης Σναγκόφ, ένα μοναστήρι που έμελλε να αποτελέσει τη μεταθανάτια κατοικία του. Ο Βλάντ, διατηρούσε στενές σχέσεις με το «Περιβόλι της Παναγίας», το Άγιον Όρος. Έκανε μάλιστα και αρκετές χρηματικές δωρεές στις μονές του Αγίου Παντελεήμονα και του Φιλόθεου.
Για την ενδυνάμωση της οικονομίας της Βλαχίας προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στην ενίσχυση του εμπορίου. Ο βοεβόδας γνώριζε καλά ότι το εμπόριο είχε ιδιαίτερη σημασία για την στήριξη της οικονομίας, γι’ αυτό και έλαβε μέτρα για την προστασία του από το μονοπώλιο των εμπόρων της Τρανσυλβανίας ή Αρντεάλ. Ιδιαιτέρως προστατευτικός υπήρξε και απέναντι στους εμπόρους και τις περιουσίες των προσπαθώντας να καταστείλει τη δράση των περιβόητων ληστών, για να γίνεται με τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια, η διεξαγωγή του εμπορίου στο έδαφος της Βλαχίας.
Η ύπαρξη βέβαια εθνικού νομίσματος στη Βλαχία δεν είναι ιστορικά τεκμηριωμένη. Πάντως πρόσφατα ο νομισματολόγος OctavianIliescu, ανακάλυψε ένα νόμισμα μικρού μεγέθους, αργυρό, πάνω στο οποίο απεικονίζονταν η ουρά ενός άστρου. Το νόμισμα αυτό αποδόθηκε στον Vlad Dracula διότι το 1456-1457 παρατηρήθηκε ένας τέτοιος κομήτης στην ηγεμονία. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της κυριαρχίας του ήταν ο ιδιαίτερος ζήλος που κατέβαλε ώστε να επιβάλλει την απόλυτη δικαιοσύνη στην χώρα του.
Σύμφωνα με τον χρονογράφο A. Bonifini, ακόμα και την αξία της Δικαιοσύνης προσπάθησε να την επιβάλλει με απάνθρωπα μέτρα. Ο σκηπτούχος πάντως, δεν έκανε καμία διάκριση σχετικά με την επιβολή των άτεγκτων ποινών του. Στην προσπάθειά του να εξαλείψει το κακό και την αδικία επέβαλε σε όλους, ανεξαρτήτου οικονομικής κατάστασης και κοινωνικής καταγωγής, την ποινή του θανάτου. Η συνηθέστερη ποινή για τους κλέφτες ήταν το παλούκωμα ή η κρεμάλα κι εναλλακτικά το βράσιμο του κλέφτη, κυρίως των Τσιγγάνων, όπως αναφέρουν τα σχετικά χρονικά. Πρέπει μάλιστα να τονιστεί ότι την ίδια σκληρότητα επιδείκνυε και σε όσους απέκρυπταν την κλοπή. Ήταν ικανός να καταστρέψει μια ολόκληρη πόλη, αν οι κάτοικοί της δεν ήταν ικανοί να εντοπίσουν αυτόν που διέπραξε την πράξη. Ο φόβος λοιπόν που προκαλούσαν οι βαρύτατες αυτές ποινές, κρατούσαν έστω και δια της βίας τους ανθρώπους «ενάρετους» και μακριά από αξιόποινες πράξεις.
Αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος για τον οποίο οι Ιστορικοί σημειώνουν ότι στα χρόνια της ηγεμονίας του η παραβατικότητα είχε σχεδόν εκλείψει παντελώς από την ηγεμονία της Βλαχίας. Λέγεται ότι συχνά εξόντωνε τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες (ανάπηρους, γέρους, κ.α.) με τη δικαιολογία ότι έτσι τους αποδεσμεύει από τις δυσχέρειες και τη μιζέρια που συνόδευαν τις συνθήκες διαβίωσης τους
Το 1459, σκότωσε 30.000 Γερμανούς εποίκους και τους αφέντες της πόλης Κρονσταντ στη Τρανσυλβανια, αφού ήταν στυγνοί εκμεταλλευτές του λαού του. Αυτός είναι και ο λόγος του μίσους που τρέφουν ακόμα και σήμερα οι Γερμανοί στο πρόσωπο του. Οι ιστορίες για τις επιδρομές-λεηλασίες του Βλαντ στην Τρανσυλβανία βασίζονταν σαφώς στη περιγραφή ενός αυτόπτη μάρτυρα, επειδή περιέχουν ακριβείς λεπτομέρειες (συμπεριλαμβανομένων των καταλόγων των εκκλησιών που καταστράφηκαν από το Βλαντ και τις ημερομηνίες των επιδρομών). Περιγράφουν το Βλαντ ως «παρανοϊκό ψυχοπαθή, σαδιστή, φρικιαστικό δολοφόνο, μαζοχιστή», χειρότερο από τον Καλιγούλα και το Νέρωνα. Ωστόσο οι ιστορίες που υπογραμμίζουν τη σκληρότητα του Βλαντ πρέπει να αντιμετωπίζονται με περίσκεψη επειδή οι κτηνώδεις πράξεις του πιθανότατα μεγαλοποιήθηκαν (ή ακόμα και εφευρέθηκαν) από τους Σαξονες.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε ο Τσέπες στην οργάνωση του στρατού του. Εκείνη την περίοδο η συγκρότηση του στρατού της Βλαχίας γινόταν με δύο τρόπους. Σε περίπτωση που η χώρα δεχόταν εχθρική επίθεση εκινητοποιείτο ο «μεγάλος στρατός», αποτελούμενος από όλους τους πολίτες που ήταν σε θέση να φέρουν όπλα.
Σε επιχειρήσεις μικρότερης κλίμακας συμμετείχε ο «μικρός στρατός», συγκροτημένος από τη φρουρά και τους αυλικούς του ηγεμόνα, καθώς και από τα ένοπλα τμήματα των Βογιάρων. Ο ρεαλιστής Βοεβόδας, λαμβάνοντας υπόψη του ότι ο «μεγάλος στρατός» δεν ήταν δυνατό να κινητοποιηθεί παρά μόνο σε έκτακτη ανάγκη και μη έχοντας εμπιστοσύνη στους περισσότερους Βογιάρους, προσπάθησε να δημιουργήσει μόνιμο στρατό κυρίως για να περιφρουρήσει την εξουσία του.
Κατά πρώτο λόγο συγκρότησε μια αξιόμαχη και αχώριστη από αυτόν σωματοφυλακή. Επίσης στρατολόγησε επίλεκτους μισθοφόρους. Το νέο αυτό σώμα όμως ήταν ολιγάριθμο λόγω έλλειψης πόρων. Οι κύριες δυνάμεις του στρατού απαρτίζονταν, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, από τους «υπηρέτες» (άνδρες που εξαρτώντο άμεσα από τον ηγεμόνα). Η αμοιβή για τις υπηρεσίες τους συνίστατο κυρίως σε δωρεές αγροκτημάτων. Όσοι επεδείκνυαν εξαιρετική ανδρεία εντάσσονταν στο τιμητικό «Σώμα των γενναίων».
Φημολογείται πως έπειτα από κάθε μάχη ο Βλαντ εξέταζε προσωπικά τους στρατιώτες του. Όποιον έβλεπε πληγωμένο στο στήθος και γενικά στο μπροστινό μέρος του σώματος τον κατέτασσε αμέσως στους «γενναίους», ενώ όσοι ήταν πληγωμένοι στην πλάτη θανατώνονταν με ανασκολοπισμό. Εκτός από την αριθμητική αύξηση ο Τσέπες επέβαλε στο στράτευμα αυστηρή πειθαρχία (σκοτώνοντας φυσικά όσους αρνούντο να υπακούσουν στις διαταγές του) και καθιέρωσε εντατικό πρόγραμμα εκπαίδευσης. Το μαχητικό πνεύμα του στρατού του φάνηκε κατά την Οθωμανική εισβολή του 1462.
Εκτιμώντας τη στρατηγική θέση του Βουκουρεστίου ως ορμητήριο για την αντιμετώπιση των Οθωμανικών επιθέσεων από τον Νότο, ο Βλαντ ανοικοδόμησε τα οχυρά της πόλης και την ανακήρυξε συμπρωτεύουσα της Βλαχίας μαζί με την Τιργκόβιστε (20 Σεπτεμβρίου 1459).
Μετά την επιβολή της τάξης στο εσωτερικό ο Βλαντ μπορούσε απερίσπαστος να αντιμετωπίσει τους εξωτερικούς κινδύνους που περίζωναν τη χώρα του. Εκείνη την περίοδο η Βλαχία ήταν υποχρεωμένη (από το 1456) να καταβάλλει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία φόρο υποτέλειας που ανερχόταν ετησίως σε 10.000 γρόσια. Το ποσό έπρεπε να το παραδίδει ο Βλαντ αυτοπροσώπως στον Σουλτάνο. Τα δύο πρώτα χρόνια ο Βλάχος ηγεμόνας μετέβη στη Σουλτανική Αυλή και παρέδωσε τον φόρο με βάση τη συμφωνία.
Στη συνέχεια όμως αρνήθηκε την καταβολή, διακόπτοντας έτσι τις σχέσεις του με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο διορατικός ηγέτης είχε κατανοήσει ότι η επεκτατική διάθεση του Μωάμεθ Β’ ήταν ακόρεστη. Εκείνη την περίοδο ο ορμητικός Σουλτάνος ολοκλήρωνε την κατάκτηση της Βαλκανικής χερσονήσου με την κατάληψη ενός τμήματος της Βοσνίας (1457-1458), του φρουρίου Σμεντέροβο της Σερβίας (1459) και του Δεσποτάτου του Μυστρά (1459-1460).
Μόνο η Αλβανία, υπό την ηγεσία του Γεωργίου Καστριώτη Σκεντέρμπεη, αμυνόταν σθεναρά. Η φαινομενικά ανίσχυρη Βλαχία δεν ήταν δυνατό να παραμείνει φόρου υποτελής. Εντασσόταν στα Οθωμανικά κατακτητικά σχέδια. Στην αντίπερα όχθη ο πάπας Πίος Β’ (Αινείας Σίλβιο Πικολόμινι, 1458-1464) αγωνιζόταν να συνενώσει τους Χριστιανούς ηγεμόνες κατά της Οθωμανικής απειλής προτάσσοντας την ιδέα μιας σταυροφορίας «κατά των απίστων».
Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι μονάρχες όμως είχαν αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και δεν ήταν διατεθειμένοι να συμμετάσχουν σε αυτή. Άλλωστε στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν απειλούντο άμεσα, όπως τουλάχιστον πίστευαν, από τους Οθωμανούς. Στα σχέδια του Πάπα σημαντικό ρόλο έμελλε να διαδραματίσει ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Ματθίας Κορβίνος, γιος του Ιωάννη Ουνυάδη, ο οποίος απορροφούσε τα πιο πολλά από τα χρήματα που έστελνε η Παπική εκκλησία στο πλαίσιο της αντιοθωμανικής πολιτικής της.
Ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση και το μίσος του κατά των Οθωμανών, το 1460 συμμάχησε με τον Κορβίνο, βασιλιά της Ουγγαρίας και έκαναν πόλεμο στους Οθωμανούς. Ο Βλάντ κατάφερε να κερδίσει πολλές μάχες και κατέστρεψε τις περιοχές μεταξύ της Σερβίας και της Μαύρης Θάλασσας.
Ο Μωάμεθ Β’, παρήγγειλε στο Βλαντ να τονε προσκυνήσει προσωπικά, αλλά εκείνος σταμάτησε κάθε επικοινωνία με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Μάλιστα έδωσε πολύ ξεκάθαρη απάντηση στους Οθωμανούς απεσταλμένους, που είχαν έρθει για να ζητήσουν φόρο υποτελείας. Όταν αυτοί έφτασαν μπροστά του, τους ρώτησε γιατί δεν βγάζουν τα καπέλα τους. Εκείνοι με τη σειρά τους του απάντησαν ότι δεν το έκαναν από ασέβεια αλλά ήταν θρησκευτικό έθιμο που τους απαγόρευε να είναι ασκεπής. Επαινώντας τους για θρησκευτική ευλάβεια τους, ο Βλαντ τους βεβαίωσε ότι τα καπέλα τους θα παραμείνει για πάντα στο κεφάλι τους. Τελικά τους παλούκωσε καρφώνοντας τα τουρμπάνια στα κεφάλια τους με τρεις πρόκες. Βέβαια, ούτως ή άλλως την ίδια… απάντηση θα ‘δινε. Στη συνέχεια διέσχισε τον Δούναβη και λεηλάτησε τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορία στη σημερινή Βουλγαρία.
Έχοντας μάθει για την εισβολή του Βλαντ, ο Μωάμεθ Β΄ συγκέντρωσε ένα στρατό άνω των 60.000 ανδρών, που λεγόταν ότι ήταν 2ο σε μέγεθος μόνο μετά από κείνο που κατέλαβε τη Πόλη το 1453, σύμφωνα με το Χαλκοκονδύλη. Ωστόσο ύστερα από την αδιαφορία των Δυτικών μοναρχών και την προδοσία του Βασιλιά των Ούγγρων, Ματθία Κορβίνο, ο Βλαντ αναγκάστηκε να πολεμήσει μόνος του τον επεκτατικό στρατό του Σουλτάνου. Η μάχη φαινόταν άνιση. Μια σίγουρη σφαγή των Βλάχων από τους Οθωμανούς που όδευαν ανενόχλητοι προς την χώρα τους.. Με κεφαλή τον ίδιο τον Σουλτάνο.
Επιπλέον, ο Σουλτάνος είχε στη διάθεσή του 120 κανόνια, μηχανικούς και εργάτες που θα κατασκεύαζαν δρόμους και γέφυρες, όπου αυτό κρινόταν απαραίτητο, ιμάμηδες για την προσευχή των στρατιωτών και αστρολόγους ως Συμβούλους, καθώς και στόλο, ο οποίος συνίστατο από 25 δρόμωνες και 150 μικρότερα σκάφη. O Έλληνας ιστορικός Χαλκοκονδύλης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι πλοιοκτήτες του Δούναβη προσέφεραν 300.000 χρυσά δουκάτα, ποσό υπέρογκο για τα δεδομένα της εποχής, προκειμένου να έχουν το αποκλειστικό προνόμιο της μεταφοράς του Οθωμανικού στρατού.
O μικρότερος αδελφός του Ντράκουλα, ο Ραντού, έχοντας πλήρως εγκλιματιστεί στην Ανδριανούπολη, μετά την πολύχρονη παραμονή του εκεί, απαρνήθηκε την καταγωγή του και αποφάσισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Σουλτάνο. O Mεχμέτ επιβραβεύοντας την προθυμία του, τον έχρισε επικεφαλής ενός σώματος 4.000 ιππέων. H σύγκρουση προβλεπόταν άνιση. O Bλαντ, εκτός από άνδρες στρατιώτες, αναγκάστηκε να επιστρατεύσει γυναίκες, αγόρια άνω των 12 ετών, ακόμη και τσιγγάνους.
Tο μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου Βλαχικού στρατού αποτελούνταν από ατάκτους: χωρικοί, βοσκοί, ακόμη και οι ελάχιστοι Βογιάροι ιππείς απάντησαν στο κάλεσμα του ηγέτη τους για μία μάχη επιβίωσης. Ωστόσο, τα μέσα που είχαν για να πολεμήσουν ήταν πενιχρά. Σκουριασμένες λόγχες, παλιά ξίφη και φτωχοί αυτοσχέδιοι αλυσιδωτοί θώρακες συνέθεταν την τραγική εικόνα ενός στρατεύματος ανάγκης που αριθμούσε όχι περισσότερους από 30.000 μαχητές.
Είχαν όμως άριστη γνώση της τοπογραφίας της περιοχής, μπορούσαν άνετα να εφαρμόσουν τακτικές ανταρτοπολέμου και περιέβαλλαν με απόλυτη εμπιστοσύνη τον ηγεμόνα τους, επειδή θεωρούσαν ότι ήταν ο μοναδικός που μπορούσε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τους εισβολείς. Φημολογείται πως ο Βλαντ πριν ξεκινήσει για τον πόλεμο είπε στους στρατιώτες του: «Οποιος σκέπτεται τον θάνατο να μην έλθει μαζί μου. Να μείνει εδώ».
Έτσι, κατάφεραν να ανακόψουν την προέλαση πολλαπλάσιας στρατιωτικής δύναμης, στις τάξεις της οποίας μάλιστα υπήρχαν άριστα εκπαιδευμένοι φονιάδες. Ο Βλαντ Τσέπες έπαιξε καταλυτικό ρόλο και για τα δύο στρατόπεδα. Από τη μια οι πολεμιστές του προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να προδώσουν τον ηγέτη τους, και από την άλλη η στρατηγική του ευφυΐα έφερε την αριθμητική ανισότητα σε δεύτερη μοίρα. Σύμφωνα με τον ιστορικό Νικολάε Γιόργκα «για πρώτη φορά ο Μωάμεθ Β’, αυτός ο ακούραστος πολεμιστής, βρήκε επιτέλους ψυχές που τον άφηναν άναυδο με τη σιωπηρή και χωρίς αλαζονεία δύναμή τους».
Στις αρχές Ιουνίου οι Τούρκοι επιχείρησαν να περάσουν τον Δούναβη στο Βιδίνιο (Βίντιν) της σημερινής Βουλγαρίας, αλλά απέτυχαν. Στις 4 Ιουνίου όμως τμήμα γενιτσάρων πέρασε τον ποταμό στο Τούρνου Σέβεριν, παρά τις βαριές απώλειες που υπέστησαν.
Ύστερα από αυτό ο Βλαντ αποφάσισε να υποχωρήσει ακολουθώντας την τακτική της καμένης γης ώστε να μην αφήσει τίποτα χρήσιμο στους Τούρκους. Τα σιτηρά κάηκαν, τα κοπάδια και τα οικόσιτα ζώα απομακρύνθηκαν, τα οπωροφόρα δέντρα κόπηκαν, τα πηγάδια και οι πηγές δηλητηριάστηκαν. Ταυτόχρονα έκαψε χωριά και γέφυρες και δημιούργησε παγίδες σκάβοντας λάκκους και βάζοντας μέσα μυτερούς πασσάλους, τους οποίους κάλυπτε με φυλλωσιές και κλαδιά,
Πολύ γρήγορα, οι Οθωμανοί ήρθαν αντιμέτωποι με έναν αήττητο εχθρό. Την πείνα. Η κατάσταση έγινε ανυπόφορη. Στο υπάρχον πρόβλημα προστέθηκαν οι αιφνιδιαστικές επιθέσεις των Βλάχων και η δίψα, καθώς η Βλαχία διήνυε ένα από τα πιο ζεστά καλοκαίρια των τελευταίων δεκαετιών. Ένας Τούρκος χρονικογράφος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το λιοπύρι ήταν τόσο δυνατό, που πάνω στην πανοπλία μπορούσες να ψήσεις κεμπάπ». Δύο βδομάδες πορείας σε αυτή την κόλαση, όπου ο θάνατος καραδοκούσε παντού, ήταν αρκετές για να ρίξουν κατακόρυφα το ηθικό των εισβολέων.
Όσοι αποκόπτονταν από τον κύριο κορμό του στρατού σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να βρουν τροφή και νερό συναντούσαν τον θάνατο. Έφιπποι πολεμιστές εξορμούσαν ξαφνικά από τα πυκνά δάση και σκόρπιζαν τον όλεθρο. Εκτός από τον συνεχή κλεφτοπόλεμο ο Βλαντ εξαπέλυσε τουλάχιστον δύο μεγάλες επιθέσεις εναντίον του κύριου σώματος του εχθρικού στρατού.
Ο Βλαντ χρησιμοποίησε μέχρι υπηκόους του πάσχοντες από ανίατες ασθένειες – λέπρα, φυματίωση, σύφιλη – σε μια πρώιμη μορφή βιολογικού πολέμου! Τους έντυσε ως Οθωμανούς και τους διέταξε να εισέλθουν στα στρατόπεδα του εχθρού για να τους μολύνουν Τους είπε ότι, για κάθε έναν που πέθανε, θα λάμβαναν ανταμοιβή. Αν και, για να αποδείξουν την επιτυχία τους, έπρεπε να επιστρέψουν με το τουρμπάνι του νεκρού οθωμανού στρατιώτη. Αν το τέχνασμα ήταν αποτελεσματικό είναι δύσκολο να το γνωρίζουμε. Ωστόσο θα έπρεπε να έχουν μολύνει έναν υπερβολικό αριθμό εχθρικών στρατιωτών, ώστε η διαφορά να είναι αισθητή. Επιπλέον, εάν υπήρχε ένα ξέσπασμα μιας από αυτές τις ασθένειες θα είχε καταγραφεί στα γραπτά για τη σημασία τους. Ο Μωάμεθ παρόλα αυτά συνέχισε την προέλασή του με στόχο το Ταργκόβιστε, αν και απέτυχε να καταλάβει το Βουκουρέστι.
Αν και ο Βλαντ συνεχώς υποχωρούσε, όλα συνέβαιναν σύμφωνα με το σχέδιο του. Η τουρκική στρατιά στρατοπέδεύσε νότια του Ταργκόβιστε. Ο Βλαντ, γνωρίζοντας άριστα την τουρκική, μπορούσε, σύμφωνα με τον Χαλκοκονδύλη, να εισέρχεται κρυφά στο τουρκικό στρατόπεδο σχηματίζοντας προσωπική αντίληψη για τον εχθρό. Έτσι αποφάσισε να εκτελέσει νυκτερινή επίθεση κατά των Τούρκων.
Η αριθμητική υπεροχών των δεύτερων ήταν τόσο συντριπτική που μόνο ένα παράτολμο σχέδιο είχε ελπίδες να δώσει τη νίκη στον Βλαντ. Άρα η απόφασή του είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Το βράδυ της 16ης προς 17ης Ιουνίου ο Βλάχος ηγέτης επικεφαλής 7.000-24.000 ανδρών (αναλόγως της πηγής) επιτέθηκε στο τουρκικό στρατόπεδο, τρεις ώρες μετά τη δύση του ηλίου, σύμφωνα με το Ιταλικό Χρονικό.
Οι άνδρες του Βλαντ, κρατώντας πυρσούς, χτυπώντας τις ασπίδες τους και ουρλιάζοντας πολεμικές ιαχές, εφόρμησαν κατά των κοιμώμενων Τούρκων. Η επίθεση φωτιζόταν από αναμμένους δαυλούς, ενώ εκατοντάδες βούκινα ηχούσαν δαιμονισμένα συνθέτοντας μια σκηνή Αποκάλυψης.
«Μέσα στη σκοτεινή νύκτα, άνθρωποι λυγεροί σαν τα θηρία ξεπήδησαν κάτω από τις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων. Έβγαιναν τσούρμα- τσούρμα ώσπου έφτασαν κάπου στις 10.000. […] Οι υπερφυσικές δυνάμεις του αφέντη τους, που βρισκόταν ανάμεσα τους, ο σφοδρός πόθος να εκδικηθούν αυτόν που ήρθε να ληστέψει το βιός τους, είχαν σφραγίσει τα στόματα τους. Μόλις έφτασαν στην άκρη του στρατοπέδου.. μια άγρια ιαχή έσκισε τον άφωτο αγέρα και οι θεριστάδες άρχισαν […] είχαν αποκάμει να θερίζουν τα ζωντανά σπαρτά. Οι Ρουμάνοι έστριψαν.. και ο γοργός αγέρας του πρωινού τους έσπρωξε πίσω στο δάσος, απ’ όπου είχαν έρθει..»
Το πρώτο σώμα στρατού που αντιμετώπισαν οι «καταδρομείς» του Βλαντ ήταν το Ασιατικό, το οποίο κυριολεκτικά διέλυσαν. Με απόλυτη τάξη και συνοχή οι Βλάχοι προσπαθούσαν να φθάσουν στη σκηνή του Σουλτάνου. Από λάθος όμως βρέθηκαν στις σκηνές των Βεζίρηδων Ισάκ και Μαχμούτ, όπου η μάχη γενικεύτηκε.
Οι Οθωμανοί παρά τον αρχικό τους αιφνιδιασμό ανασυγκροτήθηκαν γρήγορα κάτω από τις απειλές και τα μαστίγια των αξιωματικών και των ντελάληδων του Σουλτάνου. Έτσι η σωματοφυλακή του Σουλτάνου βρήκε τον απαραίτητο χρόνο για να προετοιμαστεί και να αντιμετωπίσει τη Βλαχική επίθεση. Λέγεται δε ότι ο Πορθητής τρομοκρατήθηκε τόσο που με δυσκολία οι επιτελείς του τον συγκράτησαν για να μην το σκάσει.
Το πρώτο φως της ημέρας ανάγκασε τον Τσέπες να αποσυρθεί (όπως αποσύρεται κάθε φορά ο ομώνυμος μυθιστορηματικός ήρωας, από λόγους ενστίκτου, στις δεκάδες κινηματογραφικές ταινίες). Από την προσπάθεια των επιτιθέμενων να φθάσουν στη Σουλτανική σκηνή αντιλαμβανόμαστε ότι σκοπός της επιχείρησης ήταν η εξόντωση του Μωάμεθ Β’, ενέργεια η οποία θα επέφερε όχι μόνο τη διάλυση του Οθωμανικού στρατοπέδου, αλλά πιθανότατα και την αλλαγή του ρου της ιστορίας της ίδιας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Την επόμενη μέρα, ο Οθωμανικός στρατός ξεκινάει την προέλαση με σκοπό την ολοκληρωτική εξολόθρευση του Βλαντ. Ακόμα και με τις προηγούμενες μεγάλες απώλειες, η αριθμητική αναλογία ήταν δυσανάλογα υπέρ τους. Η μάχη αυτή όμως δεν έμελλε να γίνει ποτέ…
Τα στρατεύματα συνάντησαν στο δρόμο τους ένα δάσος. Είχε μήκος τριών χιλιομέτρων και πλάτος ενός.. Ένας δάσος από παλούκια τα οποία διαπερνούσαν πτώματα Οθωμανών συμπολεμιστών τους. Τα νεκρά κορμιά βρίσκονταν σε αποσύνθεση. Το αποτρόπαιο θέαμα συμπλήρωναν τα σμήνη των όρνεων που κατέτρωγαν τους νεκρούς. Ο θρύλος αναφέρει πως ο σουλτάνος είπε «πως είναι δυνατό να αντιμετωπίσουμε έναν άνδρα ικανό για κάτι τέτοιο;»…
Οι Οθωμανοί είχαν αποδείξει αρκετές φορές ότι ήταν οι καλύτεροι πολεμιστές στον γνωστό τότε κόσμο. Αλλά αυτό ήταν κάτι άλλο, κάτι δαιμονικό. Ο Βλαντ Τσέπες από την πλευρά του αποδεικνυόταν άριστος γνώστης και του ψυχολογικού πολέμου. Δυστυχώς ήταν υποχρεωμένος να αναχωρήσει αμέσως μετά τη νυκτερινή επίθεση για να προασπίσει τα σύνορα με τη Μολδαβία και έτσι δεν κατάφερε να αξιοποιήσει πλήρως τις μεγαλειώδεις νίκες του. Η τακτική υποχώρηση των Οθωμανών γρήγορα μετατράπηκε σε πανικόβλητη φυγή εξαιτίας των κακουχιών και των συνεχών καταδρομικών επιχειρήσεων των Βλάχων.
Οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, αφήνοντας τον Ράντου να πολεμήσει στη θέση τους. Ο πορθητής έφευγε ταπεινωμένος αλλά άφηνε έντεχνα πίσω του το σπέρμα της διχόνοιας. Ο Ράντου άρχισε αμέσως να υπόσχεται στους Βογιάρους ότι θα τους επέστρεφε τα προνόμια που κατείχαν στο παρελθόν ως μέλη ευγενών οικογενειών, διοίκηση χωρίς σκληρότητα και συμφιλίωση με τον Σουλτάνο χάρη στη δική του μεσολάβηση.
Αργά αλλά σταθερά ολοένα και περισσότεροι Βογιάροι εγκατέλειπαν τον Τσέπες και τάσσονταν στο πλευρό του Ράντου. Όσο διάστημα ήταν υπαρκτή η απειλή της υποδούλωσης στους Οθωμανούς (που συνεπαγόταν τη δήμευση των κτημάτων τους) οι Βογιάροι ενίσχυαν τον Βλαντ. Μόλις όμως ο Μωάμεθ κατανόησε την αδυναμία του να κατακτήσει την περιοχή με τη βία των όπλων και προέβη σε διαπραγματεύσεις, μέσω του Ράντου, οι Βογιάροι έσπευσαν να αποδεχθούν ένα καθεστώς επικυριαρχίας που θα εγγυάτο τη διατήρηση της οικονομικής και πολιτικής τους θέσης, με δεδομένο ότι η αμείλικτη πολιτική του Βλαντ δεν παρείχε καμία τέτοια εγγύηση.
Ο Ράντου με τις επίλεκτες Οθωμανικές δυνάμεις του και με ένοπλα τμήματα Βογιάρων άρχισε πόλεμο εναντίον του αδελφού του, δίδοντάς του ευκαιρία για νέες θεαματικές νίκες. Φημολογείται ότι σε μια από τις πολύνεκρες μάχες (8 Σεπτεμβρίου 1462) ο στρατός του Τσέπες εξόντωσε 30.000 Οθωμανούς και «υπηρέτες» των Βογιάρων (αριθμός φυσικά υπερβολικός). Όμως, σταδιακά η συντριπτική πλειοψηφία των Βογιάρων εγκατέλειψε τον Τσέπες το στρατόπεδο του οποίου εξασθένησε.
O Ντράκουλα λαμβάνοντας αναφορά από τους ανιχνευτές του ότι οι εχθρικές δυνάμεις ήταν πλέον μακριά από το Τιργκοβίστε, υπέπεσε σε ένα μοιραίο σφάλμα: απομάκρυνε τη φρουρά από την πόλη. Hταν η στιγμή που ο Ραντού και οι Βογιάροι, συνοδευόμενοι από μία οθωμανική ταξιαρχία, εμφανίστηκαν από το πουθενά και επιτέθηκαν στο παλάτι του βασιλιά. Ωστόσο, κανείς δεν ήταν εκεί.
O Ντράκουλα μαζί με τη σύζυγό του και κάποιους πιστούς ακολούθους είχαν καταφύγει στο κάστρο κοντά σε έναν παραπόταμο του ποταμού Αρτζες. O Ραντού, αποφασισμένος για όλα, κατεύθυνε τις δυνάμεις του στο Ποενάρι, στις όχθες του ποταμού. Tο κάστρο δέχθηκε αναρίθμητους κανονιοβολισμούς, η αντίσταση όμως που προέβαλλαν οι μουσκετοφόροι του Βλαντ ήταν σθεναρή. Ύστερα από συνεχόμενες επιθέσεις τριών ημερών, ο Ραντού έστειλε με αγγελιοφόρο τελεσίγραφο στον αδελφό του.
Aν δεν παραδινόταν εκείνος και όλοι όσοι βρίσκονταν μέσα στο κάστρο, μετά την αιχμαλωσία τους θα θανατώνονταν με την προσφιλή μέθοδο του Ντράκουλα: τον ανασκολοπισμό. Aπό ειρωνεία της τύχης, το γράμμα αυτό έπεσε σε λάθος χέρια. H γυναίκα του Βλαντ, της οποίας το όνομα παραμένει άγνωστο μέχρι σήμερα, διαβάζοντας τις απειλητικές γραμμές, δήλωσε με θάρρος ότι θα προτιμούσε να γίνει τροφή για τα ψάρια του ποταμού παρά να βρίσκεται στο έλεος των Οθωμανών.
Αυτοκτόνησε, πέφτοντας από το παράθυρο του κάστρου στα σκοτεινά νερά του ποταμού. Aυτός ο παραπόταμος του Aρτζες ονομάζεται σήμερα Raul Doamnei, “ο ποταμός της πριγκίπισσας”.
EΞOPIΣTOΣ ΞANA
O Βλαντ δεν είχε, ωστόσο, την ίδια μοίρα. Γνωρίζοντας καλά τα μυστικά του κάστρου, χρησιμοποίησε μία υπόγεια σήραγγα, η οποία κατέληγε σε ένα σημείο ψηλότερα στις όχθες του ποταμού. Κυνηγημένος μέσα στη νύχτα, διέσχισε τις Τρανσυλβανικές Άλπεις και κατέφυγε στο εγκαταλειμμένο κάστρο του Μτόμπρινς. Τελικός προορισμός του ήταν το Μπράσοβο και η αναζήτηση ασύλου στην αυλή του Βασιλιά των Ούγγρων, Ματθία Κορβίνο. Ωστόσο, ο τελευταίος του επιφύλαξε δυσάρεστη υποδοχή.
Θέλοντας να μην εναντιωθεί στους ευγενείς της Βλαχίας και στους Τούρκους, φυλάκισε με ψευδείς κατηγορίες προδοσίας και συνεργασίας με τους Τούρκους, τον φυγά Βλαντ στο Μεσαιωνικό πύργο του Σολομώντα. Όμως, αυτή η αιχμαλωσία δεν έμελλε να κρατήσει πολύ. Ύστερα από λίγους μήνες, ο Ντράκουλα μεταφέρθηκε στα διαμερίσματα του παλατιού και, παρόλο που τελούσε υπό επιτήρηση, εξελίχθηκε σε έμπιστο του βασιλιά. Συμμετείχε σε χορούς, επίσημα δείπνα, συνάπτοντας μάλιστα ερωτικό δεσμό υπό τις ευλογίες του Κορβίνους με την ξαδέλφη του ούγρου βασιλιά, κόμισσα Ιλόνα Τσίλαζυ που έγινε γυναίκα του και του έκανε και 2 γιούς.
Kατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ουγγαρία και συγκεκριμένα στην πόλη Μπράντου, ο άλλοτε αιμοσταγής ηγεμόνας επέδειξε ένα τελείως διαφορετικό πρόσωπο. Hταν λες και οι ρίζες της ευγενικής του καταγωγής και ανατροφής αναδύθηκαν στην επιφάνεια. Σύντομα, έγινε και πατέρας δύο γιων. Βαθιά μέσα του, όμως, σιγόβραζε ο πόθος για εκδίκηση, προάγγελος ότι οι μέρες του πολέμου δεν θα αργούσαν.
Eν τω μεταξύ, πίσω στη Βλαχία, ο Ραντού, όντας αδύναμος να κυβερνήσει με πυγμή και αντίθετα με τις αρχικές υποσχέσεις του, κρατούσε μία συνεχώς υποχωρητική στάση έναντι των Οθωμανών, παραχωρώντας τους όλο και περισσότερα προνόμια. H συμπεριφορά του αυτή όχι μόνο προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια των Βογιάρων, οι οποίοι τον είχαν εμπιστευθεί και στηρίξει στο παρελθόν, αλλά ενόχλησε τόσο τον Ούγγρο βασιλιά όσο και τον πρίγκιπα της Μολδαβίας, Στέφανο το Μέγα.
Oι δύο ισχυροί άνδρες θεωρούσαν τις πράξεις του υβριστικές απέναντι στην πατρίδα του, αλλά κυρίως σε όσα αντιπροσώπευε ο πατέρας του, Βλαντ ο Δράκος. Συνεργαζόμενοι λοιπόν με τον Βλαντ το νεότερο, δεν άργησαν να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για την πτώση του Ραντού από την εξουσία. Στο Βίσεγκραντ ο Βλαντ παρέμεινε επί 12 χρόνια υπό καθεστώς χαλαρού κατ’ οίκον περιορισμού.
Φημολογείται μάλιστα πως ο Ματθίας τον παρουσίαζε στους Οθωμανούς απεσταλμένους για να τους υπενθυμίσει ότι ο «εφιάλτης» τους είναι ζωντανός και ανά πάσα στιγμή μπορεί να αρχίσει πάλι πόλεμο εναντίον τους. Το 1475 ο Στέφανος ο Μέγας, που με τη συμπαράσταση του Βλαντ είχε ανακηρυχθεί ηγεμόνας της Μολδαβίας (από το 1457), αγωνιζόταν λυσσαλέα κατά της Οθωμανικής επέκτασης και σημείωνε σημαντικές επιτυχίες. Ύστερα από μια λαμπρή νίκη στο Βασλούι απευθύνθηκε στους ηγεμόνες της Δύσης για μια γενικευμένη αντιοθωμανική εκστρατεία.
Δεν εισακούσθηκε όμως και η μικρή χώρα συνέχισε μόνη τον δύσκολο αγώνα. Τότε ζήτησε από τον Ματθία να απελευθερώσει τον εξάδελφό του και να τον ορίσει πάλι ηγεμόνα της Βλαχίας. Ο Μολδαβός ηγεμόνας δεν υπολόγιζε μόνο στην πολύτιμη συμμαχία ενός άξιου στρατιωτικού ηγέτη αλλά και στον ψυχολογικό αντίκτυπο που θα προκαλούσε στους Οθωμανούς το άκουσμα και μόνο του ονόματος του Τσέπες. Το καλοκαίρι του 1475 ο Βλαντ ήταν και πάλι ελεύθερος να σκορπίσει την καταστροφή και τον τρόμο. Σύμφωνα με τις Σλαβικές ιστορίες για το Βλαντ, απελευθερώθηκε μόνον αφού προσηλυτίστηκε στον Καθολικισμό.
Συμμετείχε στην εκστρατεία στη Βοσνία μαζί με τα Ουγγρικά στρατεύματα και τον δεσπότη της Σερβίας Βουκ Μπράνκοβιτς (Φεβρουάριος 1476). Μετά την κατάληψη της πόλης Σάμπατς οι συμμαχικές δυνάμεις επέδραμαν εναντίον της Σρεμπρένιτσα, στην κατάληψη της οποίας ο εμπειροπόλεμος ηγέτης συνέβαλε τα μέγιστα. Τα συμμαχικά στρατεύματα με υπόδειξή του πέρασαν τον ποταμό Σάβο. Πρώτα εισήλθαν στο φρούριο στρατιώτες ντυμένοι με Οθωμανικές στολές, εξουδετέρωσαν τους φρουρούς και άνοιξαν τις πύλες επιτρέποντας γενική έφοδο.
Και σε αυτή την εκστρατεία η μέθοδος του ανασκολοπισμού των αιχμαλώτων εφαρμόστηκε κατ’ επανάληψη με σκοπό την πτώση του ηθικού του εχθρού. Τον Νοέμβριο του 1476 ο Βλαντ επέστρεψε στον θρόνο της Βλαχίας αφού κατάφερε συντριπτικά κτυπήματα στον στρατό του ηγεμόνα, υποχείριου των Οθωμανών, Λαγιότα Μπασαράμπ. (που είχε εκθρονίσει τον αδελφό του, Ράντου)
Aν και νικητής, όμως, η κατάσταση που αντιμετώπισε ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστη. Oι Βογιάροι, αλλά και οι απλοί πολίτες της χώρας του, δεν είχαν ξεχάσει τον απάνθρωπο τρόπο διακυβέρνησής του. Πολλοί από αυτούς είχαν χάσει πατέρα, μητέρα και αδέρφια εξαιτίας του ανελέητου ηγεμόνα και δεν ήταν διατεθειμένοι να υποστούν ξανά παρόμοιες καταστάσεις. Παράλληλα, όμως, ο Βλαντ έπρεπε να χειριστεί ένα πρόβλημα πολύ πιο σοβαρό. O επίμονος Σουλτάνος, έχοντας αναθεωρήσει τη μέχρι τώρα στρατηγική του, αποφάσισε να οργανώσει αντεπίθεση, στέλνοντας ένα τάγμα του κοντά στο Βουκουρέστι.
O Βλάντ πήρε πίσω το θρόνο του αλλά αρκετές από τις δυνάμεις του επέστρεψαν στην Τρανσυλβανια, αφήνοντας τον εκτεθειμένο. Χωρίς να έχει αρκετό στρατό (μόλις 4 χιλιάδες), ο Βλάντ έπρεπε να αντιμετωπίσει τους Οθωμανούς οι οποίοι θα εξαπέλυαν νέα επίθεση.
Eνα κρύο πρωινό, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, η εμπροσθοφυλακή του Βλαντ ήρθε αντιμέτωπη με ένα σώμα του Οθωμανικού στρατού, κοντά στο δάσος της Bλάσια. Παρόλο που υστερούσαν σε αριθμό, οι Βλάχοι στρατιώτες φέρθηκαν σαν πραγματικοί μαχητές. Είχαν σίγουρα εμπνευστεί από τον αρχηγό τους, ο οποίος κρατώντας στα χέρια του το περίφημο σπαθί του πατέρα του, σφυρηλατημένο στις φλόγες του Τολέδο, πολεμούσε σαν δαιμονισμένος και τους παρότρυνε να μην παραδοθούν. H μάχη αυτή αποτέλεσε, ωστόσο, την τελευταία πολεμική πράξη του Βλαντ Ντράκουλα.
Oι συνθήκες του θανάτου του είναι άγνωστες μέχρι σήμερα και περιπλέκονται ακόμη περισσότερο από αντικρουόμενες εκδοχές. Κάποιες μαρτυρίες υποστηρίζουν ότι φονεύθηκε από πολυάριθμο οθωμανικό στρατό ενώ άλλες από δικούς του άνδρες, που νόμισαν λανθασμένα ότι ήταν Οθωμανός αξιωματικός, όταν εκείνος ανέβηκε σε ένα λόφο για να έχει πανοραμική εικόνα της κατάστασης. Mία παραλλαγή αυτού του θρύλου θέλει κάποιους ανθρώπους των Βογιάρων να τον θανατώνουν εσκεμμένα, τιμωρώντας τον έτσι για τη διαβόητη σκληρότητά του. Αξίζει να αναφερθεί η μαρτυρία του Αυστριακού χρονικογράφου Γιάκομπς Ούνρεστ ότι ο Τσέπες δολοφονήθηκε από έναν Οθωμανό υπηρέτη που κατόρθωσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Το σχέδιο ήταν να τον σκοτώσει την ώρα που θα προήδρευε του ηγεμονικού συμβουλίου. Τελικά τον αποκεφάλισε καθώς ίππευαν μαζί. Το γεγονός ότι ο υποψήφιος δολοφόνος έμελλε να τον σκοτώσει την ώρα του συμβουλίου προϋπέθετε προφανώς κάποια συνωμοσία μεταξύ Οθωμανών και Βογιάρων.
Όποια και αν είναι η αλήθεια το βέβαιο είναι πως στα τέλη Δεκεμβρίου του 1476 ο βοεβόδας-φόβητρο για τους Οθωμανούς δεν υπήρχε πια. Το πτώμα του ηγεμόνα της Βλαχίας κατέληξε αποκεφαλισμένο σε έναν βάλτο, από όπου το ανέσυραν οι μοναχοί της παραλίμνιας μονής του Σναγκόφ. Oι ιερωμένοι κατάλαβαν ποιος ήταν από τα πριγκιπικά ενδύματα και τα οικόσημα που έφεραν αυτά. Εντύπωση προκάλεσε το ότι το πτώμα ήταν καρατομημένο με τελετουργικό τρόπο, που παρέπεμπε σε αρπαγή του κεφαλιού από τους Οθωμανούς ως τρόπαιο για το Σουλτάνο.
Σύμφωνα με ορισμένες πηγές το κεφάλι του στάλθηκε ως δώρο στον Σουλτάνο, αλλά και ως επιβεβαίωση ότι ο τρομερός εχθρός είχε εξουδετερωθεί. O Μεχμέτ το εξέθεσε πάνω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης ως αδιάψευστο στοιχείο που μαρτυρούσε την εξολόθρευση του άσπονδου εχθρού του, δηλώνοντας ταυτόχρονα και το θρίαμβο του Αλλάχ ενάντια στη “σατανική” Ευρωπαϊκή Αυτοκρατορία.
Tο σημείο ταφής του Ντράκουλα παραμένει άγνωστο μέχρι και σήμερα. Oι μοναχοί ισχυρίζονταν ότι τον είχαν ενταφιάσει κοντά στην αγία τράπεζα, στο εσωτερικό του ναού.
Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση (που καταγράφηκε 1η φορά στα τέλη του 19ου αι.), ο Βλαντ ετάφη στη Μονή Σναγκόβ. Οι ανασκαφές που πραγματοποίησε ο Ντίνου Β. Ροζέτι το 1933 έδειξαν ότι δεν υπήρχε τάφος κάτω από την υποτιθέμενη “ανεπίγραφη επιτύμβια στήλη” του Βλαντ στην εκκλησία της μονής. Ο Ροζέτι ανέφερε: «Κάτω από την επιτύμβια στήλη που αποδίδεται στο Βλαντ δεν υπήρχε τάφος, μόνο πολλά οστά και σαγόνια αλόγων». Ο ιστορικός Κονσταντίν Ρεζατσεβίτσι προτείνει ότι πιθανότατα ετάφη στη 1η εκκλησία της Μονής Κομάνας, που είχε ιδρυθεί από τον ίδιο.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα οι Ρουμάνοι ιστορικοί έχουν αντιμετωπίσει το Βλαντ ως ένα από τους μεγαλύτερους Ρουμάνους ηγεμόνες, τονίζοντας τον αγώνα του για την ανεξαρτησία των Ρουμανικών εδαφών. Ακόμη και οι πράξεις σκληρότητάς του συχνά παρουσιάζονταν ως ορθολογικές πράξεις που εξυπηρετούσαν το εθνικό συμφέρον. Ο Αλεξάντρου Ντιμίτριε Ξένοπολ ήταν ένας από τους πρώτους ιστορικούς που τόνισαν ότι ο Βλαντ μπορούσε να σταματήσει τις εσωτερικές διαμάχες των φατριών των βογιάρων μόνο με την τρομοκρατία του. Ο Κονσταντίν Τζουρέσκου παρατήρησε: «Τα βασανιστήρια και οι εκτελέσεις που [ο Βλαντ] διέταζε δεν ήταν από καπρίτσιο, αλλά πάντα είχαν έναν λόγο και πολύ συχνά έναν κρατικό λόγο». Ο Ιοάν Μπογκντάν ήταν ένας από τους λίγους Ρουμάνους ιστορικούς που δεν δέχτηκε αυτή την ηρωική εικόνα. Στο έργο του που δημοσιεύθηκε το 1896, Ο Βλαντ Τσέπες και τα Γερμανικά και Ρωσικά αφηγήματα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Ρουμάνοι πρέπει να ντρέπονται για το Βλαντ, αντί να τον παρουσιάζουν ως «πρότυπο θάρρους και πατριωτισμού».
Τι ήταν τελικά ο Βλαντ Τσέπες; Σκληρός αλλά δίκαιος μονάρχης, αρρωστημένος σαδιστής, γενναίος πολεμιστής, βάναυσος ηγεμόνας, αδίστακτος καιροσκόπος, συνεπής πατριώτης, βάρβαρος πολέμαρχος, διορατικός ηγέτης, αιμοσταγής δολοφόνος, άξιος πολιτικός; Πιθανώς κάποια από όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά συνθέτουν την αντιφατική προσωπικότητα του “Δράκουλα”. Σίγουρα δεν επρόκειτο για ένα δαιμονικό πλάσμα που περιφερόταν στον κόσμο των ζωντανών-νεκρών.
Πηγές:
https://www.history-point.gr/o-drakoylas-exontonei-toys-toyrkoys-i-nykterini-sfagi-ton-othomanon
https://www.newsbomb.gr/ellada/ethnika/story/239617/vlant-ntrakoyl-to-atsalino-heri-tis-orthodoxias
http://greekworldhistory.blogspot.com/2014/04/vlad-draculea-1431-1476.html
http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=477
https://www.mixanitouxronou.gr/o-drakoulas-pou-den-ithele-na-plironi-forous-ston-moameth/