Βρέθηκα πρώτη φορά στη ζωή μου στον Πανάγιο Τάφο το Πάσχα του 2004.
05/04/2024
Ανάγκη ψυχής με οδήγησε στα άγια χώματα της Ιερουσαλήμ μέσα στη δίνη μιας περιπέτειας υγείας.
Ήταν το μέρος που μερικούς μήνες πριν, όταν αναζητούσα που θα πάω διακοπές, είχα απορρίψει. Τι γυρεύω εγώ εκεί, είχα σκεφτεί. Να τώρα όμως, που πήγαινα ικέτης, προσπαθώντας να αλλάξω τα γραμμένα.
Η απόφαση ήταν της τελευταίας στιγμής. Το σκέφτηκα μόλις μερικές μέρες πριν το Σάββατο του Λαζάρου.
Με το χρόνο μου περιορισμένο, λόγω δουλειάς και ιατρικών εξετάσεων, οι μέρες που είχα στη διάθεση μου ήταν ελάχιστες. Από την Μεγάλη Πέμπτη μέχρι Δευτέρα του Πάσχα.
Δυστυχώς τα ταξιδιωτικά γραφεία που επικοινώνησα, δεν είχαν πια θέσεις. Ωστόσο το τελευταίο από αυτά, ήταν που μου πρότεινε μια λύση.
«Έχουμε ένα γκρουπ που φεύγει το Σάββατο του Λαζάρου». Μου είπαν. «Ωστόσο μπορούμε να κανονίσουμε να ταξιδέψετε Μεγάλη Πέμπτη, να σας παραλάβει εκπρόσωπος του γραφείου όταν φτάσετε το απόγευμα, να σας πάει στο ξενοδοχείο και να ενσωματωθείτε στο γκρουπ, την επόμενη μέρα».
Δέχτηκα με ανακούφιση. Με ενημέρωσαν πάντως ότι οι ισραηλινοί διαθέτουν δικό τους έλεγχο στο αεροδρόμιο, παρόλο που θα ταξίδευα με ελληνική εταιρεία. Για το λόγο αυτό θα έπρεπε να είμαι τουλάχιστον δυο ώρες νωρίτερα από την προγραμματισμένη πτήση μου.
Την Μεγάλη Πέμπτη όμως ξεκινώντας για το αεροδρόμιο, βρέθηκαν όλα τα εμπόδια μπροστά μου. Το αυτοκίνητο χάλασε, η κίνηση στο δρόμο ήταν τεράστια και για να μη τα πολυλογώ έφτασα με καθυστέρηση.
«Δεν νομίζω να ταξιδέψεις» μου είπε ο εκπρόσωπος του πρακτορείου. «Μα έφτασα μια ολόκληρη ώρα νωρίτερα από τη πτήση. Όκ δύο μου είχατε πει αλλά βρήκα τεράστια κίνηση. Τι να έκανα» προσπάθησα να δικαιολογηθώ. Ο άνθρωπος κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση, προχωρήσαμε στο εκδοτήριο εισιτηρίων και καταλήξαμε στον έλεγχο των ισραηλινών.
Η κοπέλα που με ανέλαβε με κοίταξε με βλέμμα ανάμεικτο οίκτο και δυσπιστία. Αφού ρώτησε τα στοιχεία μου και που εργάζομαι με ενημέρωσε ότι έχω αργήσει ήδη πάρα πολύ και είναι αμφίβολη η επιβίβαση μου. Μιλούσε άριστα ελληνικά αν και με βαριά ξενική προφορά.
«Σας παρακαλώ είπα» κοιτώντας τη με βλέμμα απελπισμένο. «Πρώτη φορά πάω και είναι ανάγκη».
«Γιατί πάτε» με ρώτησε. Κάτι την έκανε να έχει δεύτερες σκέψεις. «Γιατί το έχω ανάγκη», της απάντησα με θάρρος. «Θέλω να πάω στον Πανάγιο Τάφο, έχω τάμα».
Η στιχομυθία κράτησε λίγο ακόμα ωστόσο η στάση της εμφανώς είχε αλλάξει. Μου έδωσε τα χαρτιά μου και έκανε ένα νεύμα στον εκπρόσωπο του πρακτορείου.
Περίμενα παράμερα ώσπου να τελειώσουν. «Της φάνηκες καλό παιδί μου είπε, οκ, μπορείς να ταξιδέψεις αλλά άλλη φορά να μην αργήσεις».
Αναστέναξα με ανακούφιση. Ακολούθησε ο έλεγχος του αεροδρομίου και η επιβίβαση μου. Δυο περίπου ώρες μετά βρισκόμουν στο αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν. Ο εκπρόσωπος του πρακτορείου με παρέλαβε και ξεκινήσαμε για τα Ιεροσόλυμα. Στη διαδρομή άρχισα να του κάνω ερωτήσεις για το Άγιο Φως. «Α φέτος δεν θα μπει πολύς κόσμος», μου είπε. «Μόνο με πρόσκληση από το Πατριαρχείο γιατί οι ισραηλινοί έχουν επιβάλει αυστηρούς περιορισμούς».
Ξεροκατάπια αλλά δεν πειράζει, έχει ο Θεός, σκέφτηκα. Με άφησε στο ξενοδοχείο κανονίζοντας τα της διαμονής μου και στην ερώτηση μου από πού πάνε για τον Πανάγιο Τάφο, μου απάντησε, ότι μπαίνοντας από την πύλη της παλαιάς πόλης που ήταν κοντά στο ξενοδοχείο έπαιρνα το δρόμο και σε μερικά λεπτά θα βρισκόμουν εκεί.
Άφησα τα πράγματα και ξεκίνησα. Κόσμος πολύ, εγώ μόνος, ακολούθησα τα ρεύμα και βρέθηκα μετά από λίγο, μέσα σε μια μεγάλη αυλή. Κιγκλιδώματα στη μέση, κόσμος πίσω από αυτά, αστυνομία παντού, περνώ μέσα από τα κιγκλιδώματα και κανείς δε με σταματά. Διαβαίνω μια τεράστια πόρτα, την οποία εκείνη τη στιγμή βλέπω ότι πάνε να την κλείσουν. Βγαίνω ευθύς έξω φοβούμενος μην κλειστό μέσα σε ένα μέρος που δεν ήξερα καν που και τι είναι. Κάτι όμως με σπρώχνει και ξαναμπώ. Ξαναμπαίνω και η πόρτα κλείνει πίσω μου. Προχωρώ βλέπω ένα μεγάλο κτίσμα με έναν θόλο από πάνω, μια εκκλησία απέναντι, ορθόδοξους μοναχούς και ιερείς, λαικούς και αναρωτιέμαι πια αν έχω φτάσει στο σωστό σημείο. Γυρίζω προς τα πίσω ανεβαίνω μερικά σκαλοπάτια, βλέπω έναν μεγάλο σταυρό και έναν μοναχό να προσπαθεί να διευθετήσει το πλήθος που περνούσε και προσκυνούσε. «Πάτερ συγνώμη, πρώτη φορά έρχομαι στα Ιεροσόλυμα, είμαι μόνος και δεν ξέρω καν που είμαι. Τι είναι εδώ», τον ρώτησα. «Ο Γολγοθάς βρε ευλογημένε» μου απάντησε μέσα στη φούρια του, «κάτω ο Ναός της Αναστάσεως και απέναντι του ο Πανάγιος Τάφος».
Κατέβηκα ξανά, γύρισα όλο το μνημείο γύρω γύρω, προσπάθησα να στριμωχτώ μέσα στο Ναό προκειμένου να παραστώ στην ακολουθία, ωστόσο επέστρεψα στο Γολγοθά.
Έκατσα σε ένα στασίδι στριμωγμένος ανάμεσα σε άλλους άγνωστους μου προσκυνητές και κουρασμένος όπως ήμουν, δεν άργησα να αρχίσω να κουτουλάω.
Ένα κουτούλημα που διακόπηκε απότομα όταν με μισάνοιχτα μάτια είδα, μια λευκοφορεμένη φιγούρα να περνάει μπρος μου κοιτώντας με χωρίς ωστόσο να πατάει στο πάτωμα. Πετάχτηκα ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου όμως η φιγούρα εξαφανίστηκε, απότομα όπως ακριβώς ήρθε.
Επέστρεψα στο ξενοδοχείο και έπεσα κατάκοπος και γεμάτος απορίες για ύπνο. Δυστυχώς την επόμενη μέρα, ξύπνησα αρκετά μετά την ώρα που μου είχαν πει ότι πρέπει να είμαι στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου για να ενσωματοθώ με το υπόλοιπο γκρουπ. Έτσι, μετά από ένα σύντομο πρωινό, πήρα το δρόμο μόνος και άρχισα να τριγυρίζω μέσα στην παλιά πόλη.
Επέστρεψα στον Πανάγιο Τάφο, βρέθηκα σε μια ουρά πολλών ωρών για να προσκυνήσω, προσευχήθηκα γεμάτος συγκίνηση και φυσικά άρχισα να ρωτάω όποιον έβρισκα, για την αυριανή τελετή. «Μόνο με πρόσκληση από το Πατριαρχείο», ήταν η στερεότυπη απάντηση όλων. Θα έχει παντού κιγκλιδώματα και αστυνομία. «Θα είναι αδύνατον κάποιος να περάσει». Σκούρα τα πράγματα, σκεφτόμουν αποθαρρυμένος.
Έτσι αφού ήταν σίγουρο ότι δεν θα μπορέσω να μπω μέσα στο Ναό κατά τη διάρκεια της τελετής, αποφασίσα την επόμενη μέρα να ξυπνήσω χωρίς βιασύνη και να προχωρήσω μέσα στη παλιά πόλη και σε όποιο σημείο με σταματήσουν, να κάτσω εκεί και να μπω στο Ναό αφού η τελετή τελειώσει.
Όπως και έπραξα. Μόνο που στο πρώτο κιγκλίδωμα, υπέστη ένα μικρό σοκ, όταν είδα τους γνωστούς παπαροκάδες μαζί με άλλους Έλληνες λαικούς, στην προσπάθεια τους να διασπάσουν τον περιφρούρηση, να παίζουν ξύλο (!) με ισραηλινούς αστυνομικούς.
Η απόπειρα τους απέτυχε, όμως μιας και ήμουν τελείως μόνος αποφάσισα να τους ακολουθήσω καθώς αποχωρούσαν από το σημείο. Ας είμαι με άλλους Έλληνες μαζί, σκέφτηκα.
Προχωρώντας μέσα από τα στενά της παλιάς πόλης, η ομάδα έφτασε στον πατριαρχικό ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Έκατσα σχετικά κοντά τους, ανάμεσα στο πλήθος παρακολουθώντας κάθε κίνηση και κάθε λέξη του γέροντα Νεκτάριου, που μιλούσε για την ιστορία του πατριαρχείου και του Αγίου Φωτός. Εξηγούσε δε, πως ο πατριάρχης για να φτάσει στον Πανάγιο Τάφο θα κατέβει από μια μεγάλη σκάλα που ήταν στο σημείο οπότε τότε θα τον ακολουθήσουμε όλοι και θα βρεθούμε μαζί του μπροστά στον Πανάγιο Τάφο. Ήταν σαν κάτι να με έσπρωχνε, μέσα μου να κάτσω εκεί και να παρακολουθώ προσεχτικά, πολύ προσεχτικά.
Έτσι λίγο αργότερα, είδα τον γέροντα να μιλάει σε δύο από τους μοναχούς του. «Όταν φτάσετε, αν μπείτε, πάρτε με τηλέφωνο» άκουσα να τους λέει. «και θα έρθουμε αμέσως».
Η καρδιά μου φτερούγισε. Με μιας οι αισθήσεις οξύνθηκαν και τα μάτια καρφώθηκαν στην κυριολεξία πάνω του. Λίγα λεπτά αργότερα, τον είδα να βγάζει το κινητό από την τσέπη του και με χαρά να λέει, ««Α μπήκατε! Ερχόμαστε!».
Την αμέσως επόμενη στιγμή ύψωσε την φωνή του και κάλεσε τους ανθρώπους του δικού του γκρουπ να τον ακολουθήσουν για να φύγουν, γιατί δεν θα παρακολουθήσουν καθόλου την τελετή αλλά θα αποχωρήσουν εντελώς.
Την ανακοίνωση του ακολούθησε απογοήτευση και γενική κατήφεια από όλους όσους τον ακολουθούσαν, πλην εμού! Βγήκα μαζί τους και τους ακολούθησα λίγο παραπέρα όπου τους συγκέντρωσε για να τους πει το «μυστικό».
«Στον Πανάγιο Τάφο θα μπούμε αλλά όχι από την κύρια είσοδο. Θα πάμε από την είσοδο που ανήκει στους Αιθίοπες, θα περάσουμε μετά μέσα στους Κόπτες και από εκεί θα βγούμε στον Αγία Αυλή. Δεν θα μιλήσει κανείς σας γιατί δεν ξέρουν ότι είμαστε Έλληνες. Αν το καταλάβουν θα μας διώξουν», τους τόνισε.
Στεναγμοί ανακούφισης ακούστηκαν από τα στόματα όσων των ακολουθούσαν. Άρχισαν να προχωρούν και εγώ από πίσω τους σαν πιστό σκυλί. Ώσπου σε μια στιγμή με βλέπει, με κοιτάζει από πάνω ως κάτω, και μου λέει, «εσύ δεν ανήκεις στο δικό μου γκρουπ, σε παρακαλώ φύγε».
Κατεβάζω το κεφάλι ψελλίζω ναι γέροντα, κάνω πως φεύγω, ωστόσο, συνεχίζω να τους ακολουθώ. Με βλέπει δεύτερη φορά μου λέει τα ίδια. Ναι, ξαναλέω όμως δεν φεύγω. Ο κόσμος πολύς, το στριμωξίδι απίστευτο και έτσι λίγο μετά βρίσκομαι μπροστά στο γέροντα, φάτσα με φάτσα. Περιμένω πια να με βρίσει, όμως, δεν με βλέπει! Είμαι μπροστά του, τα μάτια του είναι πάνω στα δικά μου μάτια, αλλά δε με βλέπει!
Κρατώ την ανάσα μου, συνεχίζω να είμαι δίπλα του ώσπου φτάνουμε στους Αιθίοπες περνάμε στους Κόπτες και ένας ένας πατάμε στην Αγία Αυλή. Ένας μοναχός, κουτσός και μεγάλος σε ηλικία με βουτάει μόλις με βλέπει, «Έλληνας είσαι» με ρωτάει και πριν προλάβω να πω καλά-καλά ναι, «μέσα στο Ναό» φωνάζει και με σπρώχνει.
Βρίσκομαι έτσι με κινηματογραφική ταχύτητα μέσα στο Ναό της Αναστάσεως και, ξεσπάω σε κλάματα. Αναφιλητά για την ακρίβεια. Δάκρια χαράς και ευχαριστίας στον Θεό. Και τότε βλέπω μπροστά μου τον Γέροντα Νεκτάριο, ο οποίος τώρα πια με βλέπει και χαμογελώντας μου λέει, «εδώ είσαι και εσύ»…
Μέσα στο ναό επικρατεί το αδιαχώρητο, είμαστε ο ένας πάνω στο άλλο, όρθιοι ώρες ολόκληρες, αλλά ποιος νοιάζεται και ποιος υπολογίσει κούραση ή ταλαιπωρία. Είμαστε εκεί, εκεί που σε λίγο θα γιορτάσουμε την Πρώτη Ανάσταση και θα δούμε το Άγιο Φως.
Κάποια στιγμή, εν μέσω των αλαλαγμών των χριστιανών αράβων που πανηγυρίζουν, ο μακαριστός Ειρηναίος με τη συνοδεία του, περνάει μπροστά μας, φτάνει στον Πανάγιο Τάφο, επικρατεί για λίγο απόλυτη σιγή και αμέσως μετά, κωδωνοκρουσίες, φωνές, Χριστός Ανέστη, και το Άγιο Φως από λαμπάδα σε λαμπάδα φτάνει και στη δική μου. Το δοκιμάζω στο χέρι μου, όποως βλέπω άλλους να κάνουν, και δεν καίγομαι, ξεθαρρεύω και το βάζω κάτω από το σαγόνι μου και εξακολουθώ να μη καίγομαι! Μέγας είσαι Κύριε που με αξίωσες να ζήσω αυτές τις στιγμές, σκέφτομαι ενώ γύρω μου επικρατεί πανζουρλισμός. Άνθρωποι κλαίνε, άλλοι άγνωστοι μεταξύ τους αγκαλιάζονται και φιλιούνται, Ανάσταση, Ανάσταση…
Παραμένω μέσα στο Ναό της Αναστάσεως (άλλωστε είμαι ακόμα μόνος δεν με περιμένει κανείς και με το γκρουπ μου που έπρεπε να ενσωματωθώ είμαι χαμένος) όταν με πλησιάζει ανάστατος ένας κύριος ψηλός, εύσωμος και εμφανώς ταραγμένος.
«Είδες τίποτα» με ρωτάει με φωνή ανάμεικτη από αγωνία και απογοήτευση. «Ναι κάτι είδα» ψελλίζω για να μην τον απογοητεύσω περισσότερο, ωστόσο αυτός δε με ακούει. «Μου έλεγαν όλοι πήγαινε και θα το δεις. Ήρθα από την Ελλάδα, έδωσα τόσα χρήματα και δεν είδα τίποτα» φωνάζει σχεδόν υστερικά. «Κοιτάξτε» του λέω προσπαθώντας να του εξηγήσω. «Μπορεί κάποιος να έρθει 40 φορές και να με δει τίποτα ή μπορεί να έρθει μια και να δει τα πάντα. Θεός είναι ότι θέλει κάνει. Εμείς ας προσευχόμαστε λέγοντας Κύριε κάνε να δω και γω για να σε δοξολογώ».
Δεν έχω προλάβει να τελειώσω την κουβέντα μου όταν ακούγεται στα δεξιά μου μια γυναικεία φωνή, να φωνάζει με όλη της τη δύναμη, «η εικόνα, η εικόνα».
Γυρίζουμε όλοι προς το σημείο της φωνής και βλέπουμε την εικόνα του Χριστού που βρίσκεται μέσα στο Ναό της Αναστάσεως, στο κάτω μέρος του, ακριβώς απέναντι από τον Πανάγιο Τάφο να χτυπιέται μόνη της πάνω στο τοίχο λες και γινόταν σεισμός 8 ρίχτερ. Κοιτάμε αποσβολωμένοι και την ίδια στιγμή βλέπουμε μια στρογγυλή λευκή γαλάζια μπάλα φωτός να κάθεται πάνω στον ένα ώμο του Χριστού, να κάνει ημικύκλιο και να κάθεται στο δεύτερο ώμο του και τέλος στο κεφάλι Του. «Είναι σημείο» φωνάζει μια κοπέλα δίπλα μου. «Διπλό σημείο. Αυός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός και Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα, η Τριαδικότητα» συμπληρώνει.
Μπήκα στη σειρά που δημιουργήθηκε εκείνη τη στιγμή και προσκύνησα την εικόνα με δέος μαζί με όλους τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους. Τελικά έναν ταπεινό λογισμό θέλει ο Θεός, σκέφτομαι.
Όμως επειδή είμαι άνθρωπος ολιγόπιστος πριν βγω από το Ναό, έψαξα εξονυχιστικά για τυχόν λέιζερ, σύρματα ή οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να προκαλέσει όλο αυτό που είδαν τα μάτια μου. Περιττό να αναφέρω ότι δεν βρήκα τίποτα.
Βγαίνοντας από το Ναό, στην Αγία Αυλή, συναντήθηκα τυχαία με τον άνθρωπο του πρακτορείου που με είχε παραλάβει από το αεροδρόμιο. «Μπήκες, εγώ εδώ τόσα χρόνια που έρχομαι και δεν τα κατάφερα, εσύ πως; Αλήθεια, που είσαι από προχτές, σε ψάχνουμε και νομίζαμε ότι κάτι έπαθες» μου λέει. Η στιχομυθία συνεχίζεται για λίγο και μου λέει ότι είναι ευκαιρία να με γνωρίσει και με τους ανθρώπους του γκρουπ που ακόμα δεν είχα συναντήσει. Έτσι με πηγαίνει λίγο πιο πέρα σε μια παρέα μοναχών και λαϊκών. «Γέροντα Νεκτάριε, αυτό το παιδί είναι στο δικό σας γκρούπ»!! Ναι ήταν ο Γέροντας Νεκτάριος από τους παπαροκάδες στο γκρουπ του οποίου έπρεπε να είχα μπει την προηγούμενη μέρα…
Ολοκληρώνοντας την διήγηση μου, οφείλω να ομολογήσω ότι μετά από όσα θαυμαστά βίωσα, μίλησα με πολλούς άλλους ανθρώπους που μου διηγήθηκαν και αυτοί ότι είδαν το Άγιο Φώς.
Χαρακτηριστικότερη όλων η διήγηση της κοπέλας που βρισκόταν μπροστά στην Ωραία Πύλη του Ναού της Αναστάσεως και μόλις βρήκε ο Πατριάρχης από τον Τάφο, μια μπάλα φωτός αναπήδησε από τα κεριά του, διέτρεξε με αστραπιαία ταχύτητα το χώρο, έσκασε πάνω της λούζοντας της στη κυριολεξία με φως ενώ τα κεριά που κρατούσε στα χέρια της άναψαν την ίδια στιγμή μόνα τους.
Επίσης, είδα και πολλά βίντεο στα οποία φαίνεται μια λευκή, γαλάζια φωτεινή σφαίρα, να εμφανίζεται μέσα στο χώρο και να περνάει μέσα από τοίχους και πάνω από τα κεφάλια των πιστών.
΄Ετσι, μου είναι πραγματικά αδιάφορος ο τρόπος που ισχυρίζονται κάποιοι, ότι ανάβουν οι λαμπάδες, από τη στιγμή που είμαι αυτόπτης μάρτυρας και έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια, το Άγιο Φως μέσα στο Ναό της Αναστάσεως, να ίπταται και να κάθεται πάνω στην εικόνα του Χριστού.
Νιώθω όμως ότι είναι υποχρέωση μου να μιλήσω, ότι οφείλω να το κάνω, γιατί, αν δεν μιλήσω εγώ που το είδα, τότε αισθάνομαι ότι μπορεί να γίνει φωτιά και να με κάψει.
Χριστέ μου σε ευχαριστώ που με αξίωσες και εύχομαι να με αξιώσεις ξανά.
Καλή Ανάσταση να έχετε
Δούλος Χριστού
Γεώργιος
ΥΓ: Το πρόβλημα υγείας μου έκτοτε, ελάχιστα με ενόχλησε…