Για την απελευθέρωση της πόλης των Αθηνών έχουν γραφτεί αρκετά.
Έχουν γραφτεί όμως ελάχιστα για τη σημασία της απελευθέρωσης της πόλης των Αθηνών σε επιχειρησιακό επίπεδο για τη Ρούμελη και – κυρίως- για τη σημασία της σε στρατηγικό επίπεδο για ολόκληρη την επικράτεια.
Για να κατανοήσουμε τον κομβικό ρόλο της Αττικής, θα ξεκινήσουμε την αφήγηση από το καλοκαίρι του 1820, όταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης από τη Ζάκυνθο που βρίσκονταν επισκέφθηκε τον Καποδίστρια στην Κέρκυρα και του παρουσίασε το τελικό πολεμικό σχέδιο σε στρατηγικό επίπεδο για ολόκληρη την επικράτεια:
Ο Καποδίστριας θα κέρδιζε διπλωματικό χρόνο για την επανάσταση, ο Υψηλάντης θα αγκίστρωνε σημαντικές Τουρκικές δυνάμεις στη Μολδοβλαχία από το φόβο της εμπλοκής των Ρώσων, οι ναυτικοί του Αιγαίου θα απέκοπταν τις θαλάσσιες γραμμές εφοδιασμού από τα Μικρασιατικά παράλια προς τον Ελλαδικό ηπειρωτικό χώρο, οι επαναστάτες στη Ρούμελη, στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, θα ανέκοπταν την κάθοδο Τουρκικών δυνάμεων προς το νότο και την Πελοπόννησο, ενώ ο Κολοκοτρώνης θα δημιουργούσε γρήγορα στρατιωτικά τετελεσμένα στο Μωριά. Στη συνέχεια ο Γέρος με τους Μωραίτες θα βάδιζε προς βορρά, βοηθώντας στην αντεπίθεση των Ελλήνων για την απελευθέρωση της Ρούμελης, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας.
Ο Καποδίστριας ενέκρινε το σχέδιο και ο Κολοκοτρώνης επέστρεψε στη Ζάκυνθο, απ’ όπου έστειλε χιλιάδες επιστολές και μηνύματα σε οπλαρχηγούς και φιλικούς, με οδηγίες για την επανάσταση σε ολόκληρη την επικράτεια. Το βάρος έπεφτε πάνω στον Κολοκοτρώνη που έπρεπε πολύ σύντομα να απελευθερώσει το Μωριά και να κινηθεί στη συνέχεια προς βορρά.
Σημείο κλειδί γι’ αυτό ήταν οπωσδήποτε η απαγόρευση καθόδου τουρκικών χερσαίων δυνάμεων από τη Ρούμελη στο Μωριά, για ενίσχυση των εκεί ομοεθνών τους, αλλά και η μεταφορά τουρκικών στρατευμάτων από τα Μικρασιατικά παράλια προς τις ακτές τις Ρούμελης και του Μωριά.
Το έδαφος της Ρούμελης φυλάσσονταν επαρκώς από εξαίρετους οπλαρχηγούς όπως ο Ανδρούτσος, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Καραϊσκάκης και ο Αθανάσιος Διάκος. Οι ακτές του Μωριά, σύμφωνα με το σχέδιο του Κολοκοτρώνη, είχαν αποκλεισθεί επαρκώς από τους Υδραίους και Σπετσιώτες. Ο μόνος κίνδυνος επομένως ήταν οι ακτές της Ρούμελης και κυρίως το Φάληρο και το λιμάνι της Λεψίνας (Ελευσίνας) όπως το αποκαλούσε ο Κολοκοτρώνης. Για το λόγο αυτό λοιπόν, η άμεση κατάληψη της πόλης των Αθηνών και ο έλεγχος των δύο επινείων της (Φάληρο και Λεψίνα) ήταν στρατηγικής σημασίας για τον Κολοκοτρώνη.
Παράλληλα, ο σιτοβολώνας του λεκανοπεδίου της Αττικής και του Θριασίου Πεδίου εξασφάλιζαν το απαραίτητο στρατηγικό βάθος για ανεφοδιασμό σε τρόφιμα και ζώα για τις Μωραίτικες δυνάμεις του Κολοκοτρώνη που, αφού θα είχαν απελευθερώσει γρήγορα το Μωριά, θα ανέβαιναν προς βορρά για τη μεγάλη αντεπίθεση των Ελλήνων που θα έφτανε μέχρι τη Θεσσαλία. Εκεί, ανεφοδιαζόμενοι οι Έλληνες από το Θεσσαλικό Κάμπο, θα συνέχιζαν με τον ίδιο τρόπο προς Μακεδονία και Κωνσταντινούπολη.
Η μέχρι σήμερα έρευνα δεν έχει φέρει στο φως γραπτά τεκμήρια για διαταγές του Κολοκοτρώνη προς τους οπλαρχηγούς των Αθηνών. Από τη συγκριτική μελέτη όμως των τακτικών που εφάρμοσαν, κυρίως ο Καπετάν Μελέτης Βασιλείου, προκύπτει ξεκάθαρα η ένταξη των τακτικών που ακολούθησαν σε ένα γενικότερο επιχειρησιακό σχεδιασμό, που εμφανώς εξυπηρετούσε το στρατηγικό σχεδιασμό που αναφέρθηκε παραπάνω.
Η Αθήνα στις αρχές του 19ου αιώνα δεν έμοιαζε σε τίποτε με ένα τυπικό αστικό κέντρο της εποχής όπως η Τριπολιτσά η το Ναύπλιο. Οι Τούρκοι στο σύνολο τους δεν ήταν πάνω από 600οι σε σύνολο 11.000, ενώ οι Έλληνες κάτοικοι της ζούσαν κυκλικά από την Ακρόπολη υπό την πίεση των Τούρκων της περιοχής που ζούσαν ανάμεσα τους ένοπλοι.
Η περιοχή γύρω από την Ακρόπολη διέθετε επίσης ένα ασθενές τείχος, που πάντως σε συνδυασμό με την Τουρκική στρατιωτική παρουσία μπορούσε να αποκρούσει κάθε πιθανή επίθεση. Το τείχος ξεκινούσε από το ωδείο του Ηρώδη του Αττικού, περνούσε από την πύλη του Αδριανού, συνέχιζε κατά μήκος της σημερινής λεωφόρου Αμαλίας και περιλάμβανε τις σημερινές περιοχές του Ψυρρή και του Θησείου σε μια συνολική έκταση 11.000 τμ.
Οι Έλληνες διέθεταν την συντριπτική πλειοψηφία και οι τρεις κορυφαίοι πρόκριτοι της πόλης που αντιπροσώπευαν τον πληθυσμό στους Τούρκους ήταν ο Προκόπης Μπενιζέλος, ο Άγγελος Γέροντας και ο Παλαιολόγος Μπενιζέλος μέλη της Φιλόμουσου Εταιρείας και οι τρεις μυημένοι στην Φιλική εταιρεία.
Οι Αθηναίοι ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο και με χειρωνακτικά επαγγέλματα, ενώ ήταν άοπλοι και εντελώς άσχετοι με τα πολεμικά έργα.
Δεν ίσχυε το ίδιο όμως για τους πολυάριθμους αγρότες Αρβανίτικης καταγωγής που ζούσαν στις γύρω περιοχές όπως στις Αχαρνές (Μενίδι), στα Μεσόγεια, στην Χασιά ήταν ένοπλοι και αποφασισμένοι να πολεμήσουν τους Τούρκους.
Επικεφαλής των ενόπλων ήταν ο αρματολός Μελέτης Βασιλείου εύπορος κτηματίας από την Χασιά, ο οποίος διατελούσε αρματολός υπό τις διαταγές της Πύλης στην περιοχή. Ο Βασιλείου ήταν μυημένος στην Φιλική εταιρεία και αποφασισμένος για την συμμετοχή του ίδιου και των οπαδών του στον Αγώνα όταν θα λάμβανε διαταγές.
Ήδη από τις αρχές Μαρτίου οι πρόκριτοι των Αθηνών βρίσκονταν σε συνεννόηση με τους “ξωτάρηδες” (έτσι αποκαλούσαν οι αγρότες στην ύπαιθρο της Αττικής), είχαν προμηθευτεί μυστικά μια ποσότητα όπλων με χρήματα του Παναγή Σκουζέ και τα είχαν αποθηκεύσει στο σπίτι του παλαιού Αθηναίου προύχοντα Χατζή-Ζαχαρίτσα, ο οποίος διατηρούσε άριστες σχέσεις με τους Τούρκους.
Επίσης πολεμοφόδια προετοίμαζε μυστικά οι μοναχοί του μοναστηριού της Πεντέλης για τους επαναστάτες, ενώ φανερά υποστήριζαν ότι τα προόριζαν για την άμυνα των Τούρκων στο κάστρο της Ακρόπολης. Αμέσως μετά την έκρηξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο ο Μελέτης Βασιλείου με εντολή της Φιλικής Εταιρίας εξόπλισε 300 Χασιώτες και συνεργάστηκε με τους Μενιδιάτες υπό τον Αναγνώστη Κιουρκατιώτη οργανώνοντας επαναστατικό στρατόπεδο στις Αχαρνές.
Το νέο για την έκρηξη της επανάστασης μετέφερε στην Αθήνα ο έμπορος και Φιλικός Νικόλαος Κοντόπουλος ο οποίος συναντήθηκε με τους προκρίτους της πόλης την νύχτα της 26ης Μαρτίου. Έγινε μια μυστική επαφή μεταξύ των προκρίτων και των οπλοφόρων χωρικών της υπαίθρου και αποφασίστηκε να οριστούν οι Αχαρνές (Μενίδι) ως τόπος συγκέντρωσης των εξεγερμένων ώστε να γίνει η τελική επίθεση.
Στις επόμενες ημέρες στην Αθήνα υπήρχε μια θολή εικόνα για τις εξελίξεις στις διάφορες επαναστατικές εστίες, ενώ οι Τούρκοι επισήμως υποστήριζαν ότι δεν είχε γίνει εξέγερση αλλά κάποια σποραδικά επεισόδια στην Πελοπόννησο που είχαν σχέση με τον Αλή πασά.
Σταδιακά όμως ανησυχητικές για τους Τούρκους φήμες έκαναν την εμφάνιση τους στο παζάρι των Αθηνών, σημείο συνάντησης των κατοίκων της πόλης. Το κλίμα στην πόλη άρχισε να βαραίνει όταν μαθεύτηκε ότι ο μητροπολίτης Αθηνών Διονύσιος που βρισκόταν “συμπτωματικά” εκτός Αθηνών, όχι μόνο δεν σκόπευε να επιστρέψει, αλλά μαζί με τους επισκόπους Ταλαντίου Νεόφυτο και Σαλώνων Ησαΐα ευλόγησαν τα επαναστατικά όπλα του Αθανασίου Διάκου.
Η βασική ενέργεια προπαρασκευής των Τούρκων ήταν να αναθέσουν στον ηγέτη των Δερβενοχωριτών της Χασιάς Χατζή – Μελέτη Βασιλείου την άδεια να συγκροτήσει ένοπλο σώμα από Χασιώτες και Μενιδιάτες για την προστασία των Αθηνών. Αλλά αυτό ήταν και το λάθος τους.
Από τον τρόπο που έδρασε ο Καπετάν Μελέτης εξαπατώντας τους Τούρκους, ο οποίος ήταν πανομοιότυπος με τον τρόπο που έδρασε και στη Λειβαδιά ο Αθανάσιος Διάκος, συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι και οι δύο αυτοί Καπεταναίοι έδρασαν στη βάση του γενικότερου σχεδίου του Κολοκοτρώνη (εφόσον για το Διάκο υπάρχουν τεκμήρια για τις οδηγίες που είχε από το Γέρο, συνάγεται ότι αντίστοιχα θα πρέπει να υπήρχαν οδηγίες και προς τον Καπετάν Μελέτη, εκτός και αν υπήρξε απευθείας επαφή Διάκου – Καπετάν Μελέτη).
Το μικρό ένοπλο σώμα του Καπετάν Μελέτη που φρουρούσε τα στενά της Οσγιάς (Πάρνηθας) γρήγορα αυξήθηκε σε περισσότερους από χίλιους άνδρες, οι οποίοι άρχισαν τις λεηλασίες τούρκικων κτημάτων. Ο Μητροπολίτης Αθηνών Διονύσιος κατέφυγε στη Λειβαδιά, στη Μονή Αγίας Παρασκευής, όπου ευλόγησε τη σημαία του Αθανάσιου Διάκου. Στο άκουσμα της είδησης, οι φοβισμένοι Τούρκοι των Αθηνών ζήτησαν τη σφαγή των Αθηναίων προκρίτων.
Τότε οι Τούρκοι κάλεσαν τους άρχοντες στον «Μεντρεσέ», το πανέμορφο κτήριο που είχαν χτίσει το 1721 ως «Ιεροδιδασκαλείο» στην Πλάκα. Εκεί οι άρχοντες δήλωσαν πως «οι Ρωμιοί δε σηκώνουν όπλα» και πρότειναν να μείνουν οι ίδιοι ως όμηροι, όπως κι έγινε. Σε μαρτυρία Αθηναίου άρχοντα αναφέρεται πως η συμφωνία έγινε σε ιδιαίτερη συνάντηση με τον Τούρκο Κατή (δικαστή) της Αθήνας.
Αυτό έγινε το βράδυ της 9ης Απριλίου, όταν οι Χριστιανοί επέστρεφαν από τη λειτουργία της Ανάστασης, όπου συνελήφθησαν οι τρεις πρόκριτοι των Αθηνών, Προκόπιος Βενιζέλος, Άγγελος Γέροντας και Παλαιολόγος Βενιζέλος, καθώς και άλλοι εννέα άρχοντες και κληρικοί. Παράλληλα σφραγίστηκε το κάστρο των Αθηνών.
Φήμες που ανακυκλώνονταν από στόμα σε στόμα υποστήριζαν ότι ο Διάκος και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί της Ανατολικής Στερεάς βάδιζαν προς την Αθήνα για να την απελευθερώσουν και να εξοντώσουν τους Τούρκους. Οργή και εκνευρισμός είχε καταλάβει τους ντόπιους Τούρκους που περιφέρονταν στο παζάρι (βρισκόταν στην περιοχή που είναι το σημερινό Μοναστηράκι) προκαλώντας συνεχώς επεισόδια εις βάρος των Αθηναίων και των περιουσιών τους.
Όλοι οι Αθηναίοι κλείστηκαν στα σπίτια τους η κατέφυγαν ως ικέτες στα ξένα προξενεία, ενώ οι ντόπιοι Τούρκοι σε σύσκεψη τους στις 11 Απριλίου αποφάσισαν να προβούν σε γενική σφαγή όλων των Ελλήνων στην πόλη. Τελικώς ο Καδής Χατζή – Χαλίλ πρότεινε απλώς να αιχμαλωτίσουν τους προκρίτους της πόλης και να τους κλείσουν στο κάστρο ως εγγύηση ότι οι ντόπιοι δεν θα αποστατούσαν.
Εκτός των τριών κορυφαίων προκρίτων που σύμφωνα με την παράδοση προσήλθαν οικειοθελώς, αιχμαλωτίστηκαν και άλλοι εννέα ιερομόναχοι και τους φυλάκισαν στον Μεσαιωνικό πύργο Κουλά που βρισκόταν επί της Ακρόπολης. Αργότερα όλοι οι αιχμάλωτοι βασανίστηκαν σκληρά επί μήνες από τους Τούρκους, αλλά τελικώς κατάφεραν να δραπετεύσουν στην Αίγινα και να σωθούν.
Τα επεισόδια μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στην πόλη αύξαναν με γεωμετρική πρόοδο καθώς στις 14 Απριλίου ο Βασιλείου κατέλαβε την Κηφισιά και λεηλάτησε πολλές εξοχικές κατοικίες σημαινόντων Τούρκων.
Η αιχμαλωσία των προκρίτων είχε λυπήσει βαθύτατα τους Αθηναίους που ένιωθαν ακέφαλοι και αδύναμοι και ήλπιζαν πλέον μόνο στην εξωτερική επέμβαση των χωρικών από τις γύρω περιοχές. Το στοιχειώδες στρατόπεδο των επαναστατών στο Μενίδι αύξανε σε αριθμό και δύναμη, ενώ γύρω από την Αθήνα είχε καταργηθεί πλήρως η Τουρκική εξουσία.
Στις 18 Απριλίου έγινε η πρώτη σοβαρή μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στην Αττική. Ο Βασιλείου πληροφορήθηκε ότι 300 Τούρκοι υπό τον Ομέρ Μπέη ορμώμενοι από την Χαλκίδα, είχαν αποβιβαστεί στον Κάλαμο με πρόθεση να ενισχύσουν την άμυνα της Αθήνας και αποφάσισε να τους εμποδίζει.
Στην μάχη που ακολούθησε οι Έλληνες νίκησαν εύκολα αναγκάζοντας τους Τούρκους να οπισθοχωρήσουν στην Χαλκίδα. Η πρώτη αυτή νίκη αποτέλεσε μια σοβαρή ένεση ηθικού για τους Έλληνες μαχητές, αύξησε την αυτοπεποίθηση τους και τους έπεισε ότι η άλωση των Αθηνών ήταν εφικτή.
Ο Βασιλείου με επιστολή του στον μητροπολίτη Διονύσιο που βρισκόταν στην Λειβαδιά, ζήτησε να αποσταλεί ένας γενικός αρχηγός για τα επαναστατικά όπλα της Αττικής, καθώς επικρατούσε μεγάλη αταξία ανάμεσα στους Έλληνες ενόπλους. Οι επικεφαλής στην Λειβαδιά επέλεξαν για την θέση αυτή τον Λειβαδίτη Δήμο Αντωνίου, απόστολο της Φιλικής εταιρείας και άτομο πολύ γνωστό στους κατοίκους της Αττικής.
Σε μια συγκινητική κατανυκτική τελετή ο μητροπολίτης Αττικής Διονύσιος ευλόγησε τα όπλα του Αντωνίου και του φόρεσε την περικεφαλαία με τις επωμίδες, όπως ακριβώς τις φορούσαν οι αξιωματικοί στα Αγγλοκρατούμενα Επτάνησα. Με αυτή την περιβολή ο Αντωνίου συνοδευόμενος από τους συνεργάτες του εμφανίστηκε στην Χασιά, έκανε μεγάλη εντύπωση στους επαναστάτες και έγινε ομόφωνα δεκτός ως αρχηγός τους.
Δεν είναι μακριά από την πραγματικότητα αν υποστηρίξει κανείς ότι ο Αντωνίου επιβλήθηκε ως αρχηγός και λόγω της περιβολής του που αποτελούσε ένδειξη κύρους σε ένα δεισιδαίμονα λαό που μόλις έβγαινε από το σκοτάδι της Οθωμανικής αμάθειας.
Οι πληροφορίες για τις επιτυχίες των επαναστατών σε όλο τον Ελλαδικό χώρο είχαν πανικοβάλει τους Τούρκους των Αθηνών που σχεδίαζαν εκ νέου ενέργειες για την εξόντωση των Ελλήνων της πόλης. Τα νέα για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και της διαπόμπευσης του άψυχου σώματος του στους δρόμους της Πόλης τους ανησύχησαν ακόμη περισσότερο, καθώς φοβούνταν πιθανή εξέγερση και αντίποινα των Ελλήνων της Αθήνας καθώς ο μητροπολίτης Διονύσιος ήταν ξάδερφος του.
Για να τρομοκρατήσουν τους Έλληνες την νύχτα της 24ης Απριλίου όλοι οι Τούρκοι ξεχύθηκαν ένοπλοι στις γειτονιές των Ελλήνων ουρλιάζοντας και απειλώντας με γενική σφαγή όλους τους Χριστιανούς. Είχαν σχεδιάσει μια όμοια ενέργεια και το επόμενο βράδυ, με πρόθεση να σκοτώσουν οποιοδήποτε Χριστιανό έβρισκαν στον δρόμο τους για περαιτέρω εκφοβισμό των κατοίκων.
Το σχέδιο τους ματαιώθηκε καθώς είχε έρθει η ώρα των Ελλήνων. Στην Χασιά στην διάρκεια των προηγούμενων εβδομάδων είχε μαζευτεί ένας ποικιλώνυμος πολύχρωμος συρφετός από αγρότες της Αττικής υπαίθρου αλλά και από κατοίκους των Αθηνών που είχαν καταφύγει εκεί, με επικεφαλής τους Δήμο Αντωνίου και Μελέτη Βασιλείου.
Λίγοι εξ αυτών ήταν οπλοφόροι, ενώ άλλοι κρατούσαν δρεπάνια, τσεκούρια και ρόπαλα ενώ επικρατούσε απόλυτη αταξία και σύγχυση. Κάποιοι φορούσαν κράνη και περικεφαλαίες, άλλοι είχαν μαντήλια και κάθε είδους καλύμματα, με αποτέλεσμα το σύνολο των επαναστατών να μοιάζει με μεσαιωνικό παρδαλό μπουλούκι παρά με επαναστατικό στρατό.
Την νύχτα 25ης προς 26η Απριλίου οι Έλληνες οπλοφόροι βάδισαν με θάρρος από τις Αχαρνές για να απελευθερώσουν την Αθήνα. Με το πρώτο φως οι επαναστάτες επιτέθηκαν με τόλμη κατά του τειχίσματος που στεφάνωνε την πόλη, το οποίο και υπερέβησαν ομολογουμένως με μεγαλύτερη ευκολία από ότι ανέμεναν.
Οι Τούρκοι τρομοκρατημένοι κατέφευγαν στην Ακρόπολη, κάποιοι που δεν πρόλαβαν κατέφυγαν στα ξένα προξενεία, ενώ οι επαναστάτες διέρρεαν στους δρόμους των Αθηνών σε πλήρη αναρχία ανεμίζοντας τις χατζάρες τους και αλλαλάζοντας αυθόρμητα Χριστός Ανέστη!
Βέβαια αξίζει να αναφερθούμε στον Γ. Χατζησωτηρίου και στον γλαφυρό τρόπο που αυτός περιγράφει τα γεγονότα.
«Το πρωί της 25ης Απριλίου, δύο ώρες πριν φέξει, έφθασαν αθόρυβα κάτω από τα τείχη της Αθήνας και μπήκαν στην πόλη από την πύλη της Μπουμπουνίστρας, οπλισμένοι με κάθε λογής όπλα. Ήταν ένα παράξενο μωσαϊκό ανθρώπων. Αξίνες, σούβλες, φτυάρια, ρόπαλα, τσεκούρια και ρόπαλα ήταν ο μόνος οπλισμός τους. Κάπου κάπου κανένα καριοφύλλι, καμιά κουμπούρα ή γιαταγάνι, συμπλήρωναν τον ατελή οπλισμό του στρατού των επαναστατών.
Η ενδυμασία του στρατού των χωρικών ήταν κι αυτή παράξενη. Θέλοντας να εμφανιστούν ενώπιον των Τούρκων διαφορετικοί, φορούσε ο καθένας ότι παράξενο και ασυνήθιστο. Στο κεφάλι φορούσαν το μαυρομάντηλο των χωρικών (κριεμισάλα), ορισμένοι όμως το αντικατάστησαν με ψάθινο καπέλλο και στα ρούχα τους είχαν κρεμάσει διάφορα μεταλλικά αντικείμενα, ίσως διακριτικά βαθμών.
Ανάμεσά στους επαναστάτες υπήρχαν και πολλοί παπάδες των χωριών αρματωμένοι και στολισμένοι με τα εκκλησιαστικά τους διακριτικά. (Δημήτρης Γιώτας, Οι Μενιδιάτες το 21 κλπ). Οι επαναστάτες έπιασαν στον ύπνο τους Τούρκους οι οποίοι αποσύρθηκαν και κλείσθηκαν στην Ακρόπολη, όπου και άρχισε η πρώτη πολιορκία της.
Η Αθήνα ύστερα από 252 χρόνια Φραγκοκρατίας και 365 χρόνια Τουρκοκρατίας σύνολο 617 χρόνια σκλαβιάς, ήταν πλέον ελεύθερη.
Οι Αθηναίοι βγήκαν από τα σπίτια τους πανηγυρίζοντας έξαλλα, άλλοι τραγουδούσαν, άλλοι χόρευαν σαν τρελοί, οι περισσότεροι φώναζαν “Χριστός Ανέστη”, σε ένα γνήσιο παλλαϊκό ξέσπασμα της ανθρώπινης ψυχής που απελευθερωνόταν από ένα μεγάλο βάρος.
Ήταν ένα τρελό πανηγύρι, ένα ομαδικό ξέσπασμα μιας φυλής που έζησε στην υποτέλεια για αιώνες και ποτέ δεν φαντάστηκε ότι θα μπορούσε να ζήσει μια τέτοια απόλυτη στιγμή ανάτασης. Πολλοί Έλληνες φώναζαν “ελευθερία η θάνατος!” ενώ άλλοι απειλούσαν τους Τούρκους που κοιτούσαν αμήχανα από τον βράχο της Ακρόπολης με βωμολοχίες και χειρονομίες.»
Ο Καπετάν Μελέτης εγκαταστάθηκε στο Διοικητήριο και στις 28 Απριλίου 1821 ύψωσε με επίσημη τελετή τη σημαία της Ελευθερίας.
Ο Βασιλείου απέστειλε ειδικό ταχυδρόμο στην Χασιά και τη Λειβαδιά για να ενημερώσει για την προσχώρηση της Αθήνας στην επανάσταση και ξεκίνησε τις ετοιμασίες για την πολιορκία του κάστρου της Ακρόπολης που έμοιαζε ότι θα ήταν μακρά.
Την ίδια μέρα προέκυψε έριδα μεταξύ των προκρίτων και του Βασιλείου που διεκδικούσε την πολιτική εξουσία στην περιοχή. Λίγες μέρες μετά κατέφτασε ο μητροπολίτης Διονύσιος ο οποίος αφού τέλεσε δοξολογία στον Άγιο Παντελεήμονα προκάλεσε γενικές εκλογές στις οποίες εξελέγησαν πέντε βουλευτές, ανάμεσα τους και ο ίδιος αφαιρώντας την εξουσία από τον Βασιλείου με επακόλουθο να δημιουργηθούν οι πρώτες πολιτικές έριδες λίγες μόλις μέρες μετά την 26η Απριλίου και ενώ οι Τούρκοι βρίσκονταν ακόμη στο κάστρο.
Η πολιορκία της Ακρόπολης ενισχύθηκε από εκατοντάδες εθελοντές που προσήλθαν από την Αττική αλλά και από τα κοντινά νησιά όπως η Τζιά, η Ύδρα και ο Πόρος. Τα αδέρφια Κουντουριώτη απέστειλαν με ένα καράβι τους 11 κανόνια για την πολιορκία, ενώ πολλοί Αθηναίοι βοήθησαν στην τροφοδοσία του στρατοπέδου.
Δυστυχώς όμως, λίγες ημέρες μετά φονεύεται ο Δήμος Αντωνίου σε μια μικρή αψιμαχία έξω από τα τείχη, αφήνοντας πλέον μόνο του και χωρίς πολιτική κάλυψη τον Καπετάν Μελέτη, ο οποίος ήταν μεν ο αδιαφιλονίκητος στρατιωτικός ηγέτης, αλλά δεν ήταν αποδεκτός από το κατεστημένο των προκρίτων των Αθηνών.
Η προσωπικότητα του λαϊκού αγωνιστή Καπετάν Μελέτη προκαλούσε σοβαρές αντιδράσεις στους προκρίτους των Αθηνών, που δεν μπορούσαν να αποδεχτούν για αρχηγό έναν «ξωτάρη» (χωρικό).
Η πύλη της Μπουμπουνίστρας ή μεσογείτικη πόρτα ήταν μια πύλη στα ανατολικά τείχη της Αθήνας κοντά στην Πύλη του Αδριανού, εκεί που σήμερα βρίσκεται η γωνία της λεωφόρου Αμαλίας με την οδό Όθωνος, στην πλατεία Συντάγματος. Έδινε πρόσβαση προς τα χωριά που βρίσκονται στα Μεσόγεια και προς την Κηφισιά, την Πεντέλη και τον Μαραθώνα …
Έτσι το καλοκαίρι του ίδιου έτους, ξέσπασε σοβαρή έριδα μεταξύ του Βασιλείου και των προεστών της Αθήνας σχετικά με την στρατιωτική αρχηγία στην Αττική έπειτα από την αυθαίρετη ανάληψη της ηγεσίας από τον ίδιο, στις 14 Ιουνίου. Την επόμενη μέρα πραγματοποιήθηκε δολοφονική απόπειρα εναντίον του Βασιλείου ενώ, πιθανόν για αντίποινα, επαναστάτες λεηλάτησαν την οικία ενός Αθηναίοι προεστού.
Η κατάσταση φάνηκε να εξομαλύνθηκε προσωρινά με την επέμβαση του Δημήτριου Υψηλάντη και την αποστολή του Βασιλείου και των ανδρών του στη Βοιωτία αργότερα όμως προέκυψε διάσταση και με μερίδα συντοπιτών του, η οποία σύμφωνα με μια εκδοχή φέρεται να εκπορεύθηκε από τους Αθηναίους προκρίτους.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης, υποκύπτοντας στις επίμονες απαιτήσεις των Αθηναίων προκρίτων, απέστειλε τον Λιβέρη Λιβερόπουλο, στον οποίο οι Αθηναίοι έκαναν ενθουσιώδη υποδοχή. Ο Ιωάννης Φιλήμων γράφει χαρακτηριστικά «Οι Αθηναίοι υπερεθαύμαζον αυτόν και εν πάση διαταγή έκλινον τον αυχένα, όπως εξασθενίσωσι τον Μελέτην. Οι οπλαρχηγοί ωσαύτως υπερεκολάκευον αυτόν, όπως συστηθώσι παρά τω Υψηλάντη και ανωτέρας τύχωσι τύχης».
Τη νύχτα της 1ης προς 2α Ιουλίου 1821 οι πολιορκημένοι στην Ακρόπολη Τούρκοι διενήργησαν έξοδο, αλλά οι Υδραίοι που φυλούσαν το λόφο του Φιλοπάππου τους ανάγκασαν να ξαναγυρίσουν στην Ακρόπολη. Οι προσπάθειες του Λιβερόπουλου να πείσει τους Τούρκους να παραδοθούν δεν είχαν αποτέλεσμα, γιατί διαδόθηκε η φήμη ότι καταφθάνει με ισχυρή στρατιωτική δύναμη ο Ομέρ Βρυώνης.
Στις 18 Ιουλίου, ο Ομέρ Βρυώνης έστειλε από την Εύβοια μια ισχυρή τουρκική δύναμη τριών χιλιάδων πεζών και δύο χιλιάδων ιππέων, καταλαμβάνοντας το Λιάτανι της Αττικής. Εκεί προσπάθησε να τους αντιμετωπίσει ο αποδυναμωμένος από το κατεστημένο των Αθηνών Καπετάν Μελέτης, αλλά δεν τα κατάφερε, ενώ σε λίγο κατέφθασε και ο ίδιος ο Ομερ Βρυώνης και στρατοπέδευσε στα Πατήσια.
Οι Αθηναίοι και ο αρχηγός τους Λιβερόπουλος, μόλις άκουσαν ότι ο Καπετάν Μελέτης δεν κατάφερε να νικήσει στο Λιάτανι, αντί να οργανωθούν στην οχυρωμένη Αθήνα με το τείχος και το κάστρο της, πήραν τα νοικοκυριά (!) και τις οικογένειές τους και κατέφυγαν έντρομοι στη Σαλαμίνα και την Αίγινα.
Άποψη της Ακρόπολης (κάστρου) των Αθηνών την εποχή της Οθωμανικής κατάκτησης. Όλος ο βράχος καλύπτεται από οικίες αρχόντων της πόλης, στρατιωτών της οθωμανικής φρουράς και των οικογενειών τους ενώ οι ναοί έχουν μετατραπεί σε τζαμιά (άλλα τζαμιά είχαν χτιστεί επίσης πάνω στο βράχο). Με την άφιξη των Βαυαρών, υπήρξε σχέδιο ανοικοδόμησης του βασιλικού παλατίου πάνω στον βράχο, που θα ενσωμάτωνε στην αρχιτεκτονική του τα αρχαία ερείπια. Όλα τα κτίσματα της οθωμανικής και βυζαντινής περιόδου κατεδαφίστηκαν αλλά τα σχέδια του παλατιού τελικά άλλαξαν για να ανοικοδομηθεί στη θέση που είναι σήμερα (απεικόνιση: Athens 3D)
Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο ιστορικός Δημ. Καμπούρογλου «Η φυγή αύτη ήτο πράγματι αδικαιολόγητος για την περίστασιν. Ολίγη πρόνοια και στιβαρά διοίκησις των πολεμικών και πολιτικών πραγμάτων της χώρας ήθελε δοκιμάσει και μετ’ αυτήν ακόμα την αποτυχίαν του Λιάτανι, την μεγίστην ελπίδα επιτυχίας. Αλλ’ ο Λιβέριος, ήκιστα κατηρτισμένος δια παρομοίας περιστάσεις, αντί να ηγηθεί της αμύνης, ακολούθησεν άκων την έξοδον των Αθηναίων, εγκατασταθείς δε μετ’ αυτών εις Αίγιναν κατεγίνετο μόνον να παρηγορεί τους χειμαζόμενους Αθηναίους».
Ο Ομέρ Βρυώνης εισήλθε στην ερημωμένη Αθήνα στις 20 Ιουλίου 1821 και ενώθηκε με τους Τούρκους της Ακρόπολης, οι οποίοι τον υποδέχτηκαν με πανηγυρισμούς. Γύρω από την Αθήνα είχαν μείνει μικρά ένοπλα τμήματα Ελλήνων επαναστατών που προκαλούσαν φθορά στο τουρκικό στράτευμα με τακτικές ανταρτοπολέμου. Εξοργισμένος ο Ομέρ Βρυώνης προσπάθησε να τους διαλύσει με ισχυρή δύναμη ιππικού. Σημειώθηκαν δύο συμπλοκές κοντά στο χωριό Δραγουμάνου με τα σώματα των οπλαρχηγών Αναστάσιου Λέκκα από την Αθήνα και του Μήτρου Σκευά από τη Χασιά.
Στη δεύτερη συμπλοκή μάλιστα κινδύνεψε να σκοτωθεί και ο ίδιος ο Ομέρ Βρυώνης από τον Αθηναίο αγωνιστή Δήμο Ρουμπέση, αλλά σώθηκε από το σωματοφύλακά του, που τον σκότωσε ο Ρουμπέσης και ύστερα κυκλωμένος από τους Τούρκους έπεσε ηρωικά.
Ο Ομέρ Βρυώνης, φοβούμενος ότι θα κυκλωθεί από τα στρατεύματα του Νικηταρά και του Μαυρομιχάλη, που μετά την άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) είχαν προωθηθεί στη Ρούμελη, ενίσχυσε τη φρουρά της Ακρόπολης με 300 ιππείς και έφυγε με όλο το στρατό του.
Μπροστά στις θετικές αυτές εξελίξεις, ο Υψηλάντης όρισε τον Ηλία Μαυρομιχάλη, γιό του Πετρόμπεη, ως Στρατιωτικό Αρχηγό της Αθήνας. Στο μεταξύ η Αττική είχε ξεσηκωθεί με επίκεντρο τη Μονή Βρανά και το φλογερό ηγούμενό της Γαβριήλ Αναστασίου. Ακολούθησε η αιματηρή σύγκρουση στη ρεματιά του Χαλανδρίου, όπου οι Τούρκοι συνετρίβησαν και επέστρεψαν στην Ακρόπολη.
Τα στρατεύματα της Αττικής κατέλαβαν και πάλι την πόλη των Αθηνών και άρχισε η δεύτερη πολιορκία της Ακρόπολης. Κομβικό σημείο στην πολιορκία ήταν η κατάληψη του Σερπετζέ (Ωδείο Ηρώδη Αττικού), στην οποία πρωτοστάτησε ο επικεφαλής των Αθηναίων Παναγής Κτενάς.
Η επιχείρηση κατάληψης ήταν δύσκολη, γιατί τα τείχη ήταν ψηλά και οχυρωμένα με πυροβόλα. Όπως γράφει και ο Ιωάννης Φιλήμων «ουδέποτε υπελόγιζον οι Τούρκοι ως δυνατήν την εξ εφόδου κυρίευσιν και κατοχήν του Σερπετζέ, ως φύσει και θέσει δυσπόρθητου.
Και όμως η τύχη αυτών εξήρτητο εκ μόνου του Σερπετζέ, διότι στερουμένη τούτου εξήντλουν τάχιστα το ολίγον ύδωρ των δύο δεξαμενών και ολίγας ελπίδας είχον εκ των βροχών». Μετά από μια επική έφοδο, οι Έλληνες κατέλαβαν το Σερπετζέ στις 13 Νοεμβρίου 1821, καταλαμβάνοντας ταυτόχρονα σχεδόν και τα τείχη των Προπυλαίων.
Η κατάληψη της Ακρόπολης ήταν πλέον επιτακτική, γιατί μετά την άλωση της Τριπολιτσάς και την ταχύτατη παράδοση των φρουρίων του Μωριά στο Κολοκοτρώνη, οι Τούρκοι ξεκίνησαν τη μεγάλη αντεπίθεσή τους από δύο άξονες: Ο πρώτος άξονας από την Ήπειρο, όπου ο τουρκικός στρατός πολιόρκησε το Μεσολόγγι και ο δεύτερος (και ισχυρότερος) άξονας ήταν από τη Μακεδονία, όπου ο φοβερός Δράμαλης Πασάς πέρασε με μια πανίσχυρη στρατιά 40.000 τούρκων προς τη Ρούμελη και το Μοριά έτοιμος να καταπνίξει την Επανάσταση.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, κατόπιν διαταγής του Κολοκοτρώνη και παρά την υπονόμευση του Άρειου Πάγου (πολιτική διοίκηση της Ρούμελης), ο Ανδρούτσος και ο Νικηταράς συγκρότησαν στη Ρούμελη μια γενικότερη δύναμη καλύψεως, που προσπάθησε να επιβραδύνει την κάθοδο του Δράμαλη μέχρι την κατάληψη της Ακρόπολης των Αθηνών και την αμυντική οργάνωση της πόλης. Ήρθαν έτσι οι νίκες στην Αγία Μαρίνα και στη Στυλίδα, στις αρχές Απριλίου 1822.
Σημειώνεται ότι ενώ ο Ανδρούτσος και ο Νικηταράς πολεμούσαν στη Στυλίδα χωρίς καμία βοήθεια από τον Άρειο Πάγο, ο Άρειος Πάγος έστελνε μυστικά μηνύματα στο Νικηταρά να δολοφονήσει τον Ανδρούτσο και αντίστοιχα στον Ανδρούτσο να δολοφονήσει το Νικηταρά. Δεν γνώριζαν όμως την αδελφική φιλία μεταξύ των δύο ανδρών, οι οποίοι είχαν φανερώσει ο ένας στον άλλο την ύπαρξη των μηνυμάτων!
Στο μεταξύ, είχε καταφτάσει στην Αθήνα ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, υπό την αρχηγία του οποίου οι Έλληνες προσπάθησαν να πάρουν την Ακρόπολη, χωρίς όμως επιτυχία στην αρχή. Στις 18 Απριλίου 1822 άνοιξαν μεγάλο υπόνομο και με τη βοήθεια 30 φιλελλήνων με επικεφαλής το Γάλλο αξιωματικό Βουτιέ και 50 ακόμα γενναίους Κεφαλλονίτες κατόρθωσαν να αποκόψουν του Τούρκους στην περιοχή του Βράχου. Είχε προηγηθεί η ανατίναξη του τείχους με υπόνομο και η κυρίευση της Τρίτης πύλης, ύστερα από μία φονικότατη επίθεση, στην οποία έπεσαν αρκετοί Έλληνες αλλά και Φιλέλληνες.
Κατόπιν αυτού οι Τούρκοι, υποφέροντας από δίψα και στερήσεις, αναγκάστηκαν να υπογράψουν στις 9 Ιουνίου 1822 την παράδοση της Ακρόπολης. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους 2.500 Τούρκους που είχαν κλειστεί στην Ακρόπολη τον Απρίλιο του 1821, απέμειναν οι 1.260 τον Ιούνιο του 1822.
Σύμφωνα με τις περιγραφές, οι σκηνές που εκτυλίχθησαν κατά την παράδοση της Ακρόπολης ήταν τραγικές. Κατ’ εντολή του Μητροπολίτη Διονυσίου, πρώτοι ανέβηκαν τουλουμπατζήδες (νερουλάδες) για να μοιράσουν νερό στους παραδοθέντες, αλλά οι διψασμένοι Τούρκοι έπιναν αχόρταγα με αποτέλεσμα ή να πεθαίνουν ακαριαία ή να χάνουν τις αισθήσεις τους επί μακρό. Ο μεγάλος πρωταγωνιστής της άλωσης της Ακρόπολης Παναγής Κτενάς, θέλοντας να αναγγείλει τη μεγάλη νίκη, έβαλε δύο κανονιοβολισμούς αλλά στον τρίτο εξερράγη το πυρακτωμένο πυροβόλο, θανατώνοντας το μεγάλο αγωνιστή. Η κηδεία του έγινε την επομένη με μεγάλες τιμές.
Μετά την κατάληψη της Ακρόπολης, διορίστηκε φρούραρχός της ο αδερφός του Παναγή Κτενά, Σπύρος Κτενάς, ο οποίος φρόντισε για τον εφοδιασμό του κάστρου και την ενίσχυση της άμυνας, καθόσον υπήρχε η είδηση ότι καταφθάνει ο Δράμαλης. Δυστυχώς όμως, μπροστά την είδηση για τη φοβερή στρατιά του Δράμαλη που κατέβαινε με κατεύθυνση το Μωριά για να καταπνίξει την επανάσταση, ουδείς προσέρχονταν για να ενισχύσει την άμυνα της πόλης.
Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν σφαγιάστηκαν από τους Έλληνες όσοι Τούρκοι είχαν παραδοθεί (περίπου 600 Τούρκοι). Οι σφαγές αυτές τρομοκράτησαν τον πληθυσμό, ο οποίος άρχισε να εγκαταλείπει την πόλη. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση μίλησε η καρδιά της νεολαίας. Περίπου 370 νέοι της Αθήνας, ανέβηκαν στην Ακρόπολη για να την επισκευάσουν και να αναλάβουν την υπεράσπισή της, υπογράφοντας μια φλογερή ομαδική διακήρυξη, η οποία σώζεται και αποτελεί μνημείο πατριωτισμού.
Παράλληλα και άλλοι Αθηναίοι συγκρότησαν ένοπλα σώματα και με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς Γαβριήλ Αναστασίου, Νικόλα Σαρρή, Συμεών Ζαχαρίτσα και Λάμπρο Ηλιακόπουλο ενίσχυσαν τη φρουρά της Ακρόπολης, περιμένοντας την έλευση του Δράμαλη. Αλλά ο Δράμαλης παρέκαμψε την Αθήνα και κινήθηκε κατευθείαν προς Κόρινθο, επιδιώκοντας να χτυπήσει αμέσως και χωρίς απώλειες τον Κολοκοτρώνη στο Μωριά.
Στο Μωριά όλοι έφευγαν έντρομοι βλέποντας την τεράστια στρατιά του Δράμαλη. Μόνο ο Κολοκοτρώνης στάθηκε και εφάρμοσε την τακτική της καμένης γης, κατατρίβοντας τη στρατιά του Δράμαλη στον Αργίτικο κάμπο. Και μόλις κατάλαβε ότι ο Δράμαλης θα γυρίσει στην Κόρινθο, τον συνέτριψε στα Δερβενάκια.
Αμέσως μετά την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια, ο Κολοκοτρώνης, βλέποντας ότι ανοίγει ο δρόμος προς τη de facto απελευθέρωση, ζήτησε να αποσταλεί ο Ανδρούτσος με το Νικηταρά στην Αθήνα, προκειμένου να διασφαλιστεί το στρατηγικό βάθος του Λεκανοπεδίου της Αττικής αλλά και τα δύο πολύτιμα επίνεια, το Φάληρο και η Ελευσίνα. Έτσι, στις 21 Αυγούστου 1822 ο Ανδρούτσος με το Νικηταρά καταφθάνουν στην Αθήνα, την οποία οργάνωσαν αμυντικά αλλά και πολιτικά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ανδρούτσος κατέλυσε την παλιά προνομιακή γερουσία των Αθηνών και διόρισε νέα, αποτελούμενη από τους Μ. Τυρναβίτη, Ανάργυρο Πετράκη και Ιωάννη Πάλλη, με τη συμμετοχή πλέον και δύο «ξωτάρηδων» (χωρικών). Επίσης διόρισε λαϊκό εφετείο, εφορευτικό των άλλων δικαστηρίων, αποτελούμενο από τους Γεώργιο Ψύλλα και Παναγή Ζαχαρίτσα.
Παράλληλα, ο Ανδρούτσος προέβη και σε πρωτοποριακά έργα για επαναστατημένη περιοχή: συστήθηκε τυπογραφείο και άρχισε να εκδίδεται η περίφημη «Εφημερίς των Αθηνών» υπό τη διεύθυνση του λόγιου Γεωργίου Ψύλλα, ενώ συστήθηκε ένα παρθεναγωγείο και ένα αλληλοδιδακτικό σχολείο που στεγάστηκε στο τζαμί του Σταροπάζαρου, ιδρύθηκε δημοτική βιβλιοθήκη στο τζαμί της Κολώνας, το περίφημο «Σχολείον Επιστημών», που αποτέλεσε τον πρόδρομο του Πανεπιστημίου Αθηνών στο τζαμί του Ροδακιού, καθώς και Βοτανικός Κήπος.
Παράλληλα με την αμυντική και πολιτική οργάνωση των Αθηνών από τον Ανδρούτσο και το Νικηταρά, ο Κολοκοτρώνης ολοκλήρωσε το στρατηγικό σχεδιασμό του για τη συντριβή και του δεύτερου άξονα της αντεπίθεσης των Τούρκων, κατορθώνοντας να στείλει στο Μεσολόγγι ενισχύσεις 700 ανδρών υπό τον Μαυρομιχάλη το Νοέμβρη του 1822, αναγκάζοντας έτσι και τους οπλαρχηγούς της Δυτικής Στερεάς να συνδράμουν λίγες μέρες αργότερα. Λύθηκε έτσι η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, με νίκη των Ελλήνων. Το χάραμα του 1823 βρήκε την επαναστατημένη Ελλάδα de facto ελεύθερη, κατέχοντας το Μοριά και την Αττική, καθώς και τη δυτική Ελλάδα από το Μεσολόγγι και τα Άγραφα μέχρι το Σούλι.
Τότε ακριβώς ξέσπασαν οι δύο αιματηροί εμφύλιοι, που είχαν σαν βασική αιτία όχι μόνο το μερίδιο εξουσίας αλλά και τον τρόπο που θα διοικούνταν η ελεύθερη πια Ελλάδα. Οι λαϊκοί αγωνιστές, που είχαν καθοριστική συμβολή στην απελευθέρωση, δεν είχαν απλώς δικαίωμα στην εξουσία, αλλά απαιτούσαν και συγκεκριμένο πρότυπο διακυβέρνησης που έδινε πραγματικά δημοκρατικά προνόμια και στον απλό λαό, όπως φάνηκε και από τα έργα του Ανδρούτσου στην Αθήνα.
Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό από το ντόπιο αρχοντολόι. Έτσι, στο Μωριά φυλακίστηκε ο Κολοκοτρώνης (αφού του δολοφόνησαν πρώτα τον πρωτότοκο γιό) και οι Μωραίτες καπεταναίοι, ενώ στη Ρούμελη δολοφονήθηκε ο Ανδρούτσος από το πρωτοπαλίκαρό του τον Γκούρα
Τον Μάιο του 1826 ο Μελέτης Βασιλείου, δολοφονήθηκε κάτω από μια ελιά, από αδερφικό χέρι την ώρα που κοιμόταν, καθώς οι συντοπίτες του με την επιδρομή του Ομέρ Πασά στην Αττική έσπευσαν να δηλώσουν υποταγή (ενέργεια με την οποία διαφώνησε ο Βασιλείου) όντες σε ρήξη με τον φρούραρχο Ακροπόλεως Γκούρα.
Η επανάσταση ψυχορραγούσε. Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση και την έλευση του Ιμπραήμ και του Κιουταχή, η Ελληνική Κυβέρνηση αναθέτει την αρχιστρατηγία του Μωριά στον Κολοκοτρώνη και της Ρούμελης στον Καραϊσκάκη. Προτού αναχωρήσει η Καραϊσκάκης για την εκστρατεία του στη Ρούμελη, ο Κολοκοτρώνης τον καλεί μυστικά στο Άργος, όπου οι δύο Αρχιστράτηγοι συνομιλούν για μια περίπου ώρα απολύτως μόνοι τους σε ένα περιβόλι.
Είναι η στιγμή που η Ελλάδα κρατά την ανάσα της, γιατί ο Κολοκοτρώνης παρουσιάζει το στρατιωτικό και το πολιτικό του σχέδιο στον Καραϊσκάκη: Ο Γέρος θα πολεμήσει τον Αιγύπτιο Ιμπραήμ με ελάχιστες δυνάμεις εφαρμόζοντας ανταρτοπόλεμο στο Μωριά, στέλνοντας τα επίλεκτα μωραΐτικα στρατεύματα με επικεφαλής το γιό του Γενναίο Κολοκοτρώνη και τον ανιψιό του το Νικηταρά στην εκστρατεία του Καραϊσκάκη στη Ρούμελη.
Ο Καραϊσκάκης στη Ρούμελη θα νικήσει γρήγορα τον Τούρκο Κιουταχή και στη συνέχεια θα κατέβει προς το Μωριά για να συντρίψουν και τον πανίσχυρο Ιμπραήμ που θα τον έχει εξαντλήσει ο Κολοκοτρώνης με τον ανταρτοπόλεμο. Στη συνέχεια, οι δυο Αρχιστράτηγοι μαζί με τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς θα επιβάλλουν τον Καποδίστρια στο ντόπιο αρχοντολόι αλλά και στις μεγάλες δυνάμεις.
Ο Καραϊσκάκης συμφωνεί με το σχέδιο και προτείνει να ανταλλάσσουν μυστικά μηνύματα με τον Κολοκοτρώνη μέσω έμπιστων ανθρώπων. Γι’ αυτό ο Κολοκοτρώνης παίρνει γραμματέα του το Βαλτινό, έμπιστο υπασπιστή του Καραϊσκάκη και ο Καραϊσκάκης παίρνει μαζί του το Νικηταρά, ανιψιό του Κολοκοτρώνη, μέσω των οποίων ανταλλάσσουν οι δύο Αρχιστράτηγοι τη μυστική αλληλογραφία τους.
Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, τον Απρίλιο του 1826, η ελληνικές δυνάμεις στη Στερεά Ελλάδα είχαν βρεθεί σε πραγματικά δύσκολη θέση. Οι τουρκο-αιγυπτιακές δυνάμεις του Ιμπραήμ βρίσκονταν στην Πελοπόννησο από το 1925, όπου και διεξαγόταν σκληρός αγώνας για την επιβίωση της ελληνικής επανάστασης.
Αμέσως μετά τη νίκη στο Μεσολόγγι, ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς ή Κιουταχής, έχοντας διασφαλίσει τη Δυτική Στερεά, στράφηκε εναντίον της Αθήνας, του μοναδικού οχυρού που κατείχαν, πλέον, οι επαναστάτες. Με μια δύναμη 30 χιλιάδων στρατιωτών και με την υποστήριξη πολιορκητικών πυροβόλων και ιππικού, έφτασε στην Αθήνα στις 3 Ιουλίου και στρατοπέδευσε έξω από την πόλη, στο Μενίδι.
Παράλληλα, τοποθέτησε ιππικό και φρουρές γύρω από το οχυρό, έτσι ώστε να αποκλείσει κάθε επαφή των αμυνόμενων με την υπόλοιπη Αττική και ξεκίνησε, χωρίς καθυστέρηση, την πολιορκία της πόλης.
Οι λόγοι που ο Κιουταχής βιαζόταν ήταν το ότι είχε πληροφορηθεί την ανάθεση της αρχιστρατηγίας των ελληνικών δυνάμεων της Στερεάς Ελλάδας στον Γεώργιο Καραϊσκάκη, ο οποίος συγκέντρωνε δυνάμεις από ολόκληρη την ελληνική επικράτεια για ενδεχόμενη αντεπίθεση, αλλά και οι γενικότερες εξελίξεις στο διπλωματικό πεδίο.
Η τουρκική πλευρά είχε λάβει εσωτερική πληροφόρηση από τον Αυστριακό πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, πως οι Μεγάλες Δυνάμεις προσανατολίζονταν στην αναγνώριση ελληνικού κράτους, μόνο όμως στις περιοχές που ήταν επαναστατημένες, και αδημονούσε έτσι να σβήσει την επανάσταση στη Στερεά μια και καλή.
Στις 12 Ιουλίου, οι πολιορκημένοι Αθηναίοι, με αρχηγό τον Γιάννη Γκούρα, απορρίπτουν το τελεσίγραφο παράδοσης του Κιουταχή και η μάχη αρχίζει με δριμύ βομβαρδισμό των ελληνικών οχυρών. Το ίδιο βράδυ διεισδύει στην Αθήνα μαζί με εβδομήντα πολεμιστές και ο γνωστός από τη δράση του στο Μεσολόγγι Κώστας Χορμοβίτης, ο επονομαζόμενος και Λαγουμιτζής, ο οποίος ειδικεύεται στη διάνοιξη λαγουμιών κάτω από τις εχθρικές θέσεις, τις οποίες ανατινάζει, ανατρέποντας τα επιθετικά σχέδια των πολιορκητών.
Την 1η και 2η Αυγούστου οι βομβαρδισμοί στους πύργους εντείνονται, έτσι ώστε οι αμυνόμενοι να μην προλαβαίνουν να επισκευάζουν τις ζημιές, και τα χαράματα της 3ης Αυγούστου, 5 χιλιάδες Τούρκοι, ποτισμένοι με ρούμι και ρακί εφορμούν άτακτα εναντίον των ελληνικών οχυρώσεων.
Η πρώτη επίθεση αποτυγχάνει, αλλά ο βομβαρδισμός των προηγούμενων ημερών έχει δημιουργήσει ρήγματα στην πύλη των Αχαρνών, από τα οποία τα εχθρικά στρατεύματα μπαίνουν στην πόλη. Οι μάχες διεξάγονται πλέον σώμα με σώμα και η φρουρά οπισθοχωρεί στη δεύτερη οχυρωματική γραμμή στην Ακρόπολη, όπου η εχθρική επίθεση αποκρούεται, με βαριές απώλειες για τους επιτιθέμενους.
Με την κατάληψη των Αθηνών και τον αποκλεισμό των επαναστατών στην Ακρόπολη, ο Κιουταχής είχε εξασφαλίσει ένα οχυρό ορμητήριο, το οποίο του έδινε τη δυνατότητα να πολιορκεί την Ακρόπολη, αλλά και να μπορεί να αμυνθεί σε περίπτωση αιφνιδιαστικής ελληνικής επίθεσης από την Αττική. Ο αντίπαλός του, όμως, Γεώργιος Καραϊσκάκης, δεν πρόκειται να του κάνει τη χάρη και να παρατάξει το στράτευμά του μπροστά από τα οχυρωμένα τουρκικά πυροβόλα.
Ο Καραϊσκάκης γνωρίζει καλά τον πόλεμο των ατάκτων, αλλά και το ανάγλυφο της περιοχής, και δίνει εντολές στους ανιχνευτές του να γυρίσουν όλες τις τουρκικές θέσεις και να καταγράψουν τα οχυρωμένα σημεία τους. Μαθαίνοντας την επιτυχία των Οθωμανών στην Αθήνα και τον αποκλεισμό των επαναστατών στις οχυρώσεις της Ακροπόλεως, καταστρώνει ένα τολμηρό σχέδιο, ικανό να ανατρέψει την αριθμητική υπεροχή των Τούρκων, καθώς δεν σκοπεύει σε κατά μέτωπο επίθεση εναντίον τους, αλλά σε ανταρτοπόλεμο μεγάλης κλίμακας και ενεργητική περικύκλωσή τους.
Έτσι, μεταφέρει τις δυνάμεις του στο Χαϊδάρι και στην ουσία αρχίζει να πολιορκεί τους πολιορκητές, θέτοντάς τους μεταξύ δύο πυρών. Επίσης, φτιάχνει ταμπούρια στο Κερατσίνι και στο Φάληρο και στρατόπεδο άμεσης επέμβασης στην Ελευσίνα, με σκοπό να περιορίσει τις κινήσεις των εχθρών και να ανεφοδιάσει με την πρώτη ευκαιρία τους αποκλεισμένους. Με μήνυμά του, οι τελευταίοι λαμβάνουν την εντολή να μην παραμείνουν παθητικοί, αλλά να διεξάγουν αιφνιδιαστικές επιχειρήσεις σε κάθε ευκαιρία.
Πραγματικά, στους δέκα μήνες που κράτησε η πολιορκία, η φρουρά της Ακροπόλεως διενεργούσε νυχτερινές επιδρομές κατά των πολιορκητών, αλλά και ανατινάξεις των σπιτιών μέσα στα οποία στρατωνίζονταν οι αντίπαλοι, με εκπληκτικά αποτελέσματα.
Επίσης, η ομάδα Λαγουμιτζή είχε νικήσει κατά κράτος τις εχθρικές ομάδες σκαπανέων, ανατινάζοντας θέσεις μάχης, αλλά και τους ίδιους τους σκαπανείς του εχθρού, τους οποίους εντόπιζαν και τίναζαν στον αέρα με την τοποθέτηση εκρηκτικών σε παράλληλες γαλαρίες.
Χαρακτηριστικά, οι Τούρκοι δεν κατόρθωσαν να ανατινάξουν ούτε μια ελληνική θέση μάχης καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας. Για τον λόγο αυτό, ο Κιουταχής κάλεσε ειδικούς λαγουμιτζήδες, μεταλλουργούς από τα Σκόπια, για να ανατινάξουν έναν προς έναν όλους τους πύργους άμυνας της Ακρόπολης. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν έφυγαν ποτέ από εκεί. Οι τυφλοπόντικες του Λαγουμιτζή προκάλεσαν τόσο βαριές απώλειες στον εχθρό, που ο Κιουταχής διέταξε τη διακοπή της επιχείρησης τον Οκτώβριο.
Στο μεταξύ, στο στρατόπεδο της Ελευσίνας έχουν συγκεντρωθεί πάνω από 2,5 χιλιάδες άνδρες. Ανάμεσά τους είναι 1750 του τακτικού στρατού, με επικεφαλής το φιλέλληνα Γάλλο Κάρολο Φαβιέρο, οι Θρακομακεδόνες με αρχηγό το Στέφο Βούλγαρη και οι Θεσσαλοί υπό τον Περραιβό, οι Σουλιώτες κ.ά.
Οι οπλαρχηγοί συσκέπτονται την 1η Αυγούστου και ο Καραϊσκάκης τους αναπτύσσει το σχέδιό του, το οποίο γίνεται ομόφωνα αποδεκτό. Το σχέδιο είναι να βαδίσουν αμέσως εναντίον του Κιουταχή και να του επιφέρουν ένα αστραπιαίο χτύπημα, να ανακουφίσουν τους πολιορκούμενους στην Ακρόπολη και έπειτα, ενώ ένα σώμα στρατού θα παρενοχλεί τους πολιορκητές, ο Καραϊσκάκης να εκστρατεύσει κατά των τουρκικών φρουρών στη Δυτική Αττική για να αναγκάσει τον Κιουταχή να λύσει την πολιορκία και να τον καταδιώξει μακριά από την Ακρόπολη.
Κάπου εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι η αρχιστρατηγία ενός τόσο πολύχρωμου και ανομοιογενούς στρατεύματος, όπως αυτού που κλήθηκε να ηγηθεί ο Καραϊσκάκης, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο Κλαούζεβιτς, στο έργο του περί πολέμου, αναφέρει ότι «ο ηγέτης ενός ατάκτου στρατιωτικού τμήματος δεν γίνεται να είναι ένα τυχαίο άτομο… η θέση απαιτεί ιδιαίτερες ικανότητες, με υπέρτατη αυτή του να μπορείς να επιβληθείς σε ένοπλους εθελοντές».
Αν τώρα αναλογιστεί κανείς ότι το εν λόγω στράτευμα αποτελούνταν από διάφορα σώματα ατάκτων, με τους δικούς τους αρχηγούς, αλλά και φιλέλληνες στρατιωτικούς που δεν μιλούσαν καν ελληνικά, η αποστολή του Καραϊσκάκη ήταν κάτι παραπάνω από δύσκολη. Παρ’ όλα αυτά, θα τα κατάφερνε και θα ανέτρεπε τη ζοφερή στρατιωτική κατάσταση στη Στερεά, φέρνοντας τις πρώτες νίκες, μετά από καιρό, για τους επαναστάτες.
Το ελληνικό σώμα στρατού κινήθηκε από την Ελευσίνα προς το Χαϊδάρι τη νύχτα της 5ης Αυγούστου. Μέσα σε τρεις ώρες είχαν φτάσει στα ταμπούρια του Χαϊδαρίου, όπου κατέλυσαν κι άρχισαν να επεκτείνουν τις οχυρώσεις. Την επομένη, Παρασκευή 6 Αυγούστου, το τουρκικό ιππικό επέδραμε από τον ελαιώνα των Αθηνών κατά των ελληνικών θέσεων, αλλά οι γρεναδιέροι του Φαβιέρου τους περίμεναν έτοιμοι.
Ο Γάλλος φιλέλληνας είχε παρατάξει τους καλύτερους σκοπευτές του με τα τηλεβόλα τους σε καίρια σημεία της παράταξης και τα διασταυρωμένα πυρά τους τσάκισαν την πρώτη επίθεση. Ο επικεφαλής του τουρκικού ασκεριού σκοτώθηκε στην αρχική φάση της επίθεσης και οι ιππείς σκόρπισαν προς τα πίσω.
Η δεύτερη τουρκική επίθεση ήταν σφοδρότερη, αλλά κι αυτή αποκρούστηκε, με καταδίωξη των εχθρών μέχρι τις οχυρώσεις του. Το Α΄ τακτικό τάγμα κατέλαβε με έφοδο το ύψωμα που ήταν εγκατεστημένο το τουρκικό πυροβολικό και οι Τούρκοι υποχώρησαν ακόμη μια φορά. Ο Φαβιέρος ήταν της άποψης να τους καταδιώξουν ως την Αθήνα και να άρουν την πολιορκία της Ακρόπολης, αλλά ο Καραϊσκάκης, γνωρίζοντας ότι το κύριο σώμα του εχθρού ήταν μέσα στην πόλη, διέταξε παύση πυρός και ανασύνταξη στο Χαϊδάρι.
Δύο μέρες αργότερα, ημέρα Κυριακή, οι Τούρκοι ανανέωσαν την επίθεσή τους, αυτή τη φορά με μεγάλο όγκο στρατού, 8 χιλιάδες, υπό τον ίδιο τον Κιουταχή και 2 χιλιάδες ιππείς, ενισχύσεις υπό τον Ομέρ πασά της Ευβοίας. Και η δεύτερη τουρκική επίθεση αποκρούστηκε με βαριές απώλειες και η νίκη θα ήταν ελληνική, αν δεν συνέβαινε μια αιφνίδια ανατροπή στο πλέον κρίσιμο σημείο της μάχης.
Η απώλεια του διοικητή και η υποχώρηση του Α΄ τάγματος δημιούργησαν ένα κενό στην ελληνική παράταξη που ανέτρεψε την άμυνα του στρατεύματος και σταδιακά εγκαταλείφθηκαν όλα τα ταμπούρια του Χαϊδαρίου. Ο Καραϊσκάκης, βλέποντας ότι το στράτευμα κινδυνεύει με διάλυση, διέταξε νυχτερινή υποχώρηση προς την Ελευσίνα μέσω της Ιεράς Όδού και του όρους Αιγάλεω.
Το ένστικτό του για τη συντήρηση του μάχιμου του στρατού του είναι αλάθητο. Ο Γεώργιος Ουάσιγκτον, στα απομνημονεύματά του για τον πόλεμο της αμερικανικής ανεξαρτησίας, τον δικαιώνει: «Ο αντάρτικος στρατός δίνει τη μάχη όπου οι συνθήκες τον ευνοούν απόλυτα και διακόπτει την επαφή με τον εχθρό όταν αυτές απειλούν την ύπαρξή του. Καθήκον του είναι να ζήσει για να πολεμήσει ξανά, μια άλλη μέρα».
Η υποχώρηση των Ελλήνων από το Χαϊδάρι έσπειρε την απογοήτευση στη φρουρά της Ακρόπολης. Άρχισαν οι γκρίνιες και πού και πού κάποιοι δραπέτευαν τις νύχτες, παρά τα μέτρα που είχε πάρει ο φρούραρχος Γκούρας, γι’ αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο.
Τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου έφυγαν τη νύχτα περίπου 300 γυναικόπαιδα, αφήνοντας μέσα στο κάστρο 1500 ψυχές, ανάμεσά τους και 500 ακόμη γυναικόπαιδα. Ανάμεσα στους πολιορκημένους στην Ακρόπολη είναι και ο Γιάννης Μακρυγιάννης, ο οποίος με την καταδρομική του ομάδα κάνει νυχτερινές επιθέσεις κατά των τουρκικών συνεργείων οχυρώσεων, αλλά και αναγνωρίσεις και συλλογή τροφής.
Στις 13 Σεπτεμβρίου, μετά από μια πετυχημένη ανατίναξη εχθρικού υπονόμου από τον Λαγουμιτζή, ο Μακρυγιάννης και τα παλικάρια του αρπάζουν το τουρκικό σιτηρέσιο και το ανεβάζουν στο κάστρο. Παρά τις επιτυχίες όμως αυτές, το κλίμα μέσα στην Ακρόπολη είναι απαισιόδοξο και θα γίνει ακόμη χειρότερο με τον θάνατο του Γκούρα τα μεσάνυχτα της 1ης Οκτωβρίου.
Οι Τούρκοι ενέτειναν τις προσπάθειές τους κατά τις νυχτερινές ώρες της 2ας, 3ης αλλά και της 7ης Οκτωβρίου, με εφόδους που αποκρούστηκαν με βαριές απώλειες και, στις 14 Οκτωβρίου, ο οπλαρχηγός Γκριτζιώτης με 450 άνδρες σπάει την πολιορκία από τη μεριά του λόφου του Φιλοπάππου και μπαίνει στην Ακρόπολη με εφόδια και πυρομαχικά.
Με την άμυνα της Ακροπόλεως ενισχυμένη, ο Καραϊσκάκης αφήνει στην Ελευσίνα τον Βάσο Μαυροβουνιώτη επικεφαλής 1.000 ανδρών, για να παρενοχλεί τον Κιουταχή με ακροβολισμούς, και ο ίδιος, μαζί με τον Αμερικανό φιλέλληνα Τζορτζ Τζάρβις και 2 χιλιάδες άνδρες, αναχωρεί στις 25 Οκτωβρίου για να «ανάψει τη φωτιά της επανάστασης στην καρδιά της Στερεάς».
Η επιθετική αυτή επιδρομή του Καραϊσκάκη είναι η πεμπτουσία του ανταρτοπόλεμου. Ο Καραϊσκάκης πολιορκεί αρχικά τη Δόμπραινα (Θίσβη) 27/10-12/11, αναδιπλώνεται όταν οι εχθρικές δυνάμεις υπερτερούν και μετά στρέφεται κατά της Αράχωβας, την οποία καταλαμβάνει μετά από σκληρή μάχη μεταξύ 17 και 24 Νοεμβρίου.
Στις 4 Δεκεμβρίου επιτίθεται και καταστρέφει μια εφοδιοπομπή του εχθρού στην Τιθορέα και στις 10/12 εμφανίζεται στο Δίστομο, όπου αφήνει φρουρά 300 ανδρών, υπό τον Νικ. Μπότσαρη, για να παρενοχλούν τις τουρκικές γραμμές επικοινωνίας.
Οι Τούρκοι, όντως, τσιμπάνε το δόλωμα και εκστρατεύουν εναντίον του Διστόμου, περιμένοντας ότι θα αντιμετωπίσουν ολιγάριθμες δυνάμεις, αλλά ο Καραϊσκάκης, αφού διέλυσε στη Ναύπακτο το τουρκικό ασκέρι που κατευθυνόταν στην Άμφισσα, έχει προλάβει να επιστρέψει στο Δίστομο με όλη του τη δύναμη και δίνει τη νικηφόρα, για τα ελληνικά όπλα, ομώνυμη μάχη στις 5 Δεκεμβρίου.
Έτσι, έχοντας βάλει φωτιά, εκ νέου, στη Στερεά, αποφασίζει να επιστρέψει στην Αττική για τη μεγάλη μάχη έξω από την Ακρόπολη, η οποία συνεχίζει να πολιορκείται από τον Κιουταχή, αν και έχει επανεφοδιαστεί σε μπαρούτι με μια γενναία διάσπαση του κλοιού από τον Γάλλο Φαβιέρο και δύναμη 530 ανδρών. Πλέον ο Κιουταχής έχει εγκλωβιστεί στην Αθήνα και ο Καραϊσκάκης ετοιμάζεται να τον συντρίψει.
Ο Καραϊσκάκης θα φτάσει στο Κερατσίνι στις 2 Μαρτίου. Φτάνει πραγματικά πάνω στην ώρα, διότι οι μάχες γύρω από την Ακρόπολη μαίνονται και οι Τούρκοι έχουν ανακαταλάβει το Καματερό στις 27 Ιανουαρίου και την ίδια μέρα την Ελευσίνα. Εκείνες τις μέρες έχει ξεσπάσει και μια ασθένεια στην Ακρόπολη, η οποία έχει εξουθενώσει τους αμυνόμενους (κάθε μέρα πέθαιναν 15-20).
Ευτυχώς, οι επόμενες δύο επιθετικές ενέργειες των Τούρκων κατά της Καστέλλας στις 30 Ιανουαρίου και των Τριών Πύργων 20 Φεβρουαρίου αποτυγχάνουν και οι επαναστάτες αναθαρρούν. Παρ’ όλα αυτά, όλοι περιμένουν τον Καραϊσκάκη σαν Μεσσία. Με το που εμφανίζεται επικεφαλής του στρατεύματός του στο Κερατσίνι γίνεται σεισμός από τις ιαχές και στην πρώτη σύσκεψη για το σχέδιο δράσης, η επιβολή του είναι αναντίρρητη. Καμία σχέση με τις αναρχικές και θορυβώδεις συνελεύσεις του παρελθόντος. Ο λόγος του, πλέον, είναι νόμος.
Όταν έφτασε ο Καραϊσκάκης στην Αθήνα, οι Έλληνες κατείχαν το Κερατσίνι και το Φάληρο, ενώ οι Τούρκοι τον Πειραιά και το τμήμα της ακτής μεταξύ Φαλήρου και Κερατσινίου, αλλά και όλη την περιοχή από την παραλία ως την Αθήνα. Στις 3 και 5 Μαρτίου οι Τούρκοι δοκιμάζουν να πορθήσουν τις οχυρώσεις του Κερατσινίου, αλλά αποκρούονται με βαριές απώλειες.
Στο μεταξύ, η εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας 15/3-5/5/1827, με διάταγμά της την 3η Απριλίου, αποφάσισε να διορίσει αρχιστράτηγο του στρατού ξηράς τον Άγγλο στρατηγό Ρίτσαρντ Τσερτς και αρχιναύαρχο τον επίσης Άγγλο Τόμας Κόχραν. Ο Καραϊσκάκης αποδέχτηκε την απόφαση αλλά, όπως δήλωσε αργότερα, με κάποια πικρία, ήταν λάθος η επιλογή του Τσερτς, διότι, «δεν γνώριζε καλά τους Έλληνες κατά ήθος, κατά πνεύμα και κατά πόλεμον».
Οι καταστροφικές επιπτώσεις των δύο αυτών ατυχών πράξεων της εθνοσυνέλευσης έμελλε, δυστυχώς, να τον δικαιώσουν πανηγυρικά μετά θάνατον. Άσχετα, πάντως, με τις όποιες αποφάσεις της εθνοσυνέλευσης, ο Καραϊσκάκης αναλαμβάνει δράση στις 13 Απριλίου και μέσα σε λίγες μέρες καταλαμβάνει όλα τα εχθρικά οχυρώματα ΒΔ του Φαλήρου, μέχρι και το λιμάνι του Πειραιά.
Φαίνεται πως εκείνη την περίοδο υπήρξε σύγκρουση απόψεων μεταξύ του αρχιναυάρχου Κόχραν ο οποίος, εκμεταλλευόμενος την απραγία του Τσερτς, ασχολούνταν περισσότερο με τις χερσαίες επιχειρήσεις, και τον Καραϊσκάκη. Ο Άγγλος ήθελε κατά μέτωπον επίθεση στους Τούρκους, ενώ ο Καραϊσκάκης σκόπευε να περικυκλώσει τον εχθρό με ταμπούρια και επιδρομές.
Ο Καραϊσκάκης, γνωρίζοντας ότι το έδαφος από την παραλία ως την Ακρόπολη ήταν άδενδρο και ομαλό, είχε διαγνώσει πολύ σωστά ότι μια βιαστική ενέργεια θα άφηνε το στράτευμα εκτεθειμένο στο τουρκικό πυροβολικό και ιππικό για πάνω από οχτώ χιλιόμετρα και μια πανωλεθρία τέτοιου μεγέθους θα ήταν το τέλος της Ακρόπολης, αλλά και της επανάστασης στη Στερεά Ελλάδα.
Ο Κόχραν όμως επέμενε, απειλώντας με αποχώρηση από την Ελλάδα, οπότε ο Καραϊσκάκης δέχθηκε τελικά, με τη διόρθωση όμως, η κίνηση του στρατεύματος από την παραλία προς την πεδιάδα των Ελαιώνων και το λόφο των Μουσών να γίνει το βράδυ μεταξύ 23 και 24 Απριλίου.
Προς μεγάλη δυστυχία των Ελλήνων, ο Καραϊσκάκης θα πληγωθεί θανάσιμα σε μια τυχαία αψιμαχία με ένα απόσπασμα τουρκικού ιππικού την 21 Απριλίου για να πεθάνει δύο μέρες αργότερα. Είχε βγει με το επιτελείο του για να κάνουν αναγνώριση του εδάφους πριν τη μεγάλη επίθεση. Πρόκειται πιθανότατα για δολοφονία μιας και οι εμφύλιες έριδες των Ελλήνων είχαν φουντώσει μετά και από τη φήμη ότι ο γιός του Κολοκοτρώνη Γενναίος θα παντρευτεί την κόρη του Καραϊσκάκη Ελένη.
Κανείς δεν γνωρίζει τι θα γινόταν αν τελικά ο Καραϊσκάκης ηγούνταν της επιθετικής ενέργειας της 23ης Απριλίου. Όπως είχε προβλέψει, τα ελληνικά στρατεύματα, ακάλυπτα στο ανοιχτό πεδίο, υπέστησαν βαριές απώλειες πριν καν αποκτήσουν επαφή με τις οχυρώσεις της Ακροπόλεως. Κάθε ιστορικός γνωρίζει ότι η ιστορία δεν γράφεται με «αν».
Παρ’ όλα αυτά, η απουσία του και το πρόχειρο σχέδιο των Κόχραν-Τσερτς, οδήγησαν σε μια από τις μεγαλύτερες ήττες της ελληνικής επανάστασης. Αποτέλεσμα της ήττας στη μάχη του Ανάλατου-Φαλήρου ήταν η εκκένωση της Αττικής από τα επαναστατικά στρατεύματα και η τελική παράδοση της Ακρόπολης, παρά τη 10μηνη ηρωική άμυνα και τις τόσες απώλειες πολεμιστών. Ίσως όμως η χειρότερη παρακαταθήκη που άφησε ήταν η ολοένα μεγαλύτερη εξάρτηση από τον ξένο παράγοντα και η παράδοση του μέλλοντος της χώρας σε ξένα κέντρα, με τραγικές επιπτώσεις για τον ελληνικό αγώνα.
Το αποτέλεσμα ήταν να μείνει ακέφαλο το Ελληνικό στράτευμα, να οδηγηθεί από τον Άγγλο Τσωρτς στην καταστροφική μάχη στον Ανάλατο, να παραδοθεί μετά από δεκάμηνη πολιορκία η Ακρόπολη, να διαλυθεί η μεγάλη εκστρατεία των Ελλήνων στην Αττική και να απομείνει μόνος πια ο Κολοκοτρώνης απέναντι στον Ιμπραήμ.
Μόλις ανακοίνωσαν στον Κολοκοτρώνη το θάνατο του Καραϊσκάκη, ο Γέρος έπεσε καταγής, σταύρωσε τα πόδια οκλαδόν, έλυσε τα μαλλιά του και μοιρολογούσε κλαίγοντας μέχρι την άλλη μέρα τα χαράματα. Όταν τον πλησίασε ένας από τους σωματοφύλακές του και του είπε «Φτάνει Καπετάνιο μου! Ούτε το παιδί σου δεν έκλαψες έτσι!» ο Κολοκοτρώνης του απάντησε με πρησμένα από τους λυγμούς μάτια «Τότε έκλαιγα το παιδί μου. Τώρα κλαίω την Πατρίδα»!!!
Η Αθήνα και η Αττική παρέμειναν υπό τουρκική κατοχή μέχρι την 1η Μαρτίου 1833, όταν ο διοικητής των Αθηνών, Γιουσούφ Σιλιχτάρ Μπέης, παρέδωσε την πόλη στον εκπρόσωπο της Ελληνικής Κυβέρνησης Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό.
Ο φρούραρχος όμως της Ακρόπολης, Δισδάρ Οσμάν Αγάς, αρνήθηκε να παραδώσει το κάστρο και τότε η φρουρά με αρχηγό το βαυαρό αξιωματικό Χριστόφορο Νέζερ ανέβηκε ξαφνικά στα τείχη, καταλαμβάνοντάς τα και υψώνοντας την Ελληνική Σημαία.
Η πόλη ήταν πια ένας σωρός ερειπίων, έχοντας υποστεί δύο φορές μεγάλες ζημιές. Ο Γάλλος ιστορικός Μισώ γράφει: Δεν υπήρχε καμία οδός, ούτε ήταν καμία χαραγμένη. Αναφέρει επίσης, ότι έπρεπε να περπατούν υπερβαίνοντας πεσμένους τοίχους, ερείπια και σπασμένες κολώνες για να μετακινηθούν.
Οι αθηναϊκές οικογένειες που είχαν καταφύγει στην Αίγινα (κυρίως), αλλά και σε άλλες περιοχές επέστρεφαν στην Αθήνα δειλά-δειλά, ήσαν όμως ράθυμοι στο να ξεκινήσουν τη ζωή τους από το μηδέν σε μια κατεστραμμένη πόλη. Το παράδειγμα έδωσε ο διοικητής του βρετανικού στόλου σερ Πούλτενυ Μάλκολμ όταν το 1830 ξεκίνησε να χτίζει την έπαυλή του στην θέση που βρίσκεται σήμερα η οδός της Αγίας Ζώνης στην Κυψέλη, εκεί ακριβώς που ο Τούρκος πασάς είχε στήσει την τέντα του για να παρακολουθήσει το 1827 την ανακατάληψη της Ακρόπολης από τα στρατεύματά του. Η έπαυλις του Μάλκολμ στεγάζει στις μέρες μας το άσυλο ανιάτων. Χτίστηκε το 1931-32 σε σχέδια των αρχιτεκτόνων Κλέανθη και Schaubert.
Αυτό που είχαν καταφέρει τα Ελληνικά όπλα με τον Καπετάν Μελέτη Βασιλείου ήδη από το καλοκαίρι του 1822, χρειάστηκε να περάσουν έντεκα ολόκληρα χρόνια με θυσίες και καταστροφές, ώσπου να το επαναλάβουν τα Βαυαρικά χέρια για λογαριασμό των Ελλήνων.
Ο Ασπρόπυργος ήταν ο πρώτος που τίμησε τον καπετάν Μελέτη με την ανάγλυφη μορφή του να κοσμεί τον κήπο του 1ου Δημοτικού Σχολείου της οποίας τα αποκαλυπτήρια έγιναν το 1934 για να μας θυμίζει τους αγώνες και τις θυσίες των προγόνων μας για την ελευθερία του γένους μας.
Πηγές:
https://www.fractalart.gr/1821-athina/ Γεώργιος Θ. Πραχαλιάς Γεωγράφος- Γεωπολιτικός επιστήμων Τακτικό Μέλος Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών
https://chilonas.com/2017/07/31/httpwp-mep1op6y-8fh/
https://www.kommon.gr/istoria/item/3265-apeleftherosi-tis-athinas-poios-thymatai-ton-meleti-vasileiou-tou-spyrou-aleksiou του Σπύρου Αλεξίου
https://www.istorikathemata.com/2015/03/Greek-revolution-of-Athens-26-April-1821.html γράφει ο Φιλίστωρ
https://www.aftodioikisi.gr/sunenteuxeis/quot-i-symvoli-ton-arvaniton-stin-epanastasi-toy-1821-quot/
https://ardin-rixi.gr/archives/12150
https://yiorkg.blogspot.com/2016/09/blog-post_62.html
https://www.ptisidiastima.com/march-1833-ottomans-surrender-citadel-of-athens-to-bavarians/