Για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία-Δύο ιερείς στον Αγώνα: Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Παπαφλέσσας

Ιστορία

«Παπαφλέσσας»

Χωρίς αυτόν είναι αδύνατο να φανταστούμε την επανάσταση στο Μοριά. Τι θα μπορούσε να κάμει κι’ αυτός ακόμα ο Κολοκοτρώνης, αν ο Δικαίος, με την παράφορη τόλμη, την έξαλλη ορμή π’ άγγιζε την τρέλα, δεν άναβε την πυρκαϊά, με τέτοιον τρόπο, από τη μιαν άκρη του Μοριά ως την άλλη, ώστε να βάλει, διαλεχτούς και μάζες, στο φοβερό δίλημμα: Ή να υποταχτούνε στην τρομερώτερη σφαγή από τους Τούρκους, ή να τους αντιμετωπίσουν, σαν άντρες, με το σπαθί στο χέρι και με το σύνθημα της λευτεριάς.

«Παλαιών Πατρών Γερμανός»

Όλη του η προσπάθεια είναι συγκεντρωμένη στο πως θ’ αποσκεπάσει την κίνηση της Φιλικής που καμιά φορά είναι απρόσεχτη. Οι Τούρκοι δεν κοιμούνται και τα ξένα προξενεία της Πάτρας, παρακολουθούνε με καλά πληροφορημένους σπιούνους και το ελάχιστο ύποπτο κίνημα. Ο Γερμανός πρέπει να τους τυφλώσει όλους. Απάνω σ’ αυτή την προσπάθεια καταστρώνει τα πρώτα χνάρια στο βαθύ διπλωματικό παιγνίδι που αποτελεί την πιο σπουδαία σελίδα στην ιστορική του δράση και την πιο μεγάλη του καταβολή στον αγώνα για τη λευτεριά μας: Το διπλωματικό παιγνίδι που τύλιξε τον Αλή πασά, για να τον κάμει τέλος όργανο άθελο μα δυνατό στην ετοιμασία και το πρώτο ξεκίνημα γι’ αυτό τον αγώνα.

Ο Γεώργιος που ονομάστηκε Γερμανός

Γεννήθηκε στη Δημητσάνα, στις 25 Μαρτίου 1771, γιος του Ιωάννη Γκόζια, χρυσοχόου και αγρότη και της Κανέλας Κουκουζή ή Κουκουζοπούλου, ενώ το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος.

Οι γονείς του ήταν φτωχοί και άσημοι, ώστε δεν είναι με ακρίβεια γνωστό το επώνυμο του πατέρα του, αφού σε διάφορες βιογραφίες έχει εμφανιστεί ως Κοτζάς, ή Κοντζιάς, ή Κόζιας, ή Γκόζιας, ή Κοζής, ενώ ο ίδιος ο πατέρας του υπέγραφε ενίοτε και ως Ιωάννης Δημητρίου.

Είχε έναν αδελφό και τέσσερεις αδελφές. Η πατρική του οικία ήταν στη θέση “Κάστρο” της Δημητσάνας, λέγεται δε ότι όταν ο Κολοκοτρώνης επισκέφθηκε την Δημητσάνα κατά την εποχή του Όθωνα, επισκέφθηκε και το σπίτι του Γερμανού και ασπάσθηκε την εξώπορτα σε ένδειξη σεβασμού.

Αποφοίτησε από τη σχολή της Δημητσάνας και πήγε στον μητροπολίτη Άργους και Ναυπλίου Ιάκωβο, ο οποίος τον χειροτόνησε διάκο με το όνομα Γερμανός.

Στις αρχές του 1797 μετέβη στη Σμύρνη και υπηρέτησε δίπλα στον μητροπολίτη Γρηγόριο που ήταν συμπατριώτης και θείος του (ο μετέπειτα πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄), τον οποίον και ακολούθησε στη Κωνσταντινούπολη και στη μετέπειτα εξορία του στο Άγιο Όρος, γενόμενος αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Κυζίκου Ιωακείμ.

Την εποχή εκείνη ανέλαβε να διευθετήσει τις διαφορές που υπήρχαν στις σταυροπηγιακές μονές της Πελοποννήσου όπου και έφερε επιτυχώς σε πέρας κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του ανώτερου κλήρου σε βαθμό τέτοιο που επί μια επταετία διεκπεραίωνε όλες τις υποθέσεις των απόντων από την Κωνσταντινούπολη Αρχιερέων.

Κατά την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη παρακολούθησε ανώτερα μαθήματα στην περίφημη Πατριαρχική Σχολή Ξηροκρήνης. Το 1804, ο Γερμανός συμμετείχε σε μια ομάδα από καθηγητές και μαθητές της Πατριαρχικής Σχολής Ξηροκρήνης, η οποία επιμελήθηκε και εξέδωσε ελληνικό λεξικό, το οποίο αργότερα χαρακτηρίστηκε ως «Κιβωτός της Ελληνικής Γλώσσης».

Ο έρωτας όμως χτύπησε την πόρτα του νεαρού κληρικού. Αντικείμενο του πόθου του ήταν η αρχόντισσα Αικατερίνη (Κατήνκω) Γκίκα, στην οποία απηύθυνε ερωτικά στιχουργήματα.

Ωστόσο στις αρχές του 1806 επί πατριαρχίας του Γρηγορίου, χειροτονήθηκε επίσκοπος και εκλέχθηκε μητροπολίτης Παλαιών Πατρών όπου και ανέλαβε καθήκοντα (ενθρόνιση) τον Μάιο του ίδιου έτους, με ιδιαίτερη εντολή να καθησυχάσει τα πνεύματα των εκεί Χριστιανών σε μια προσπάθεια αναμόρφωσης, μετά τους τρομερούς πατριαρχικούς αφορισμούς κατά των Κλεφτών που είχαν επιδράσει δυσμενώς.

Είναι η χρονιά που πρόκριτοι και δεσποτάδες της Πελοποννήσου υπακουούν στο φιρμάνι (διάταγμα) του σουλτάνου που διέταζε τον τοπικό πληθυσμό να συντρέξει τις αρχές στην εξόντωση των κλεφτών.

Η κλεφτουριά αποδεκατίστηκε -ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με κάποια από τα παλικάρια του διαπεραιώθηκε στη Ζάκυνθο-, και ο ΠΠΓ με τη βοήθεια του Βελή πασά, γιου του Αλή των Ιωαννίνων που είχε αναλάβει τα καθήκοντα του Μόρα βαλεσή (πασάς της Πελοποννήσου), αναδείχτηκε ο πιο ισχυρός ιεράρχης του Μόριά.

Σύμφωνα με τον Πουκεβίλ η μητρόπολη είχε ετήσιο εισόδημα 30.000 γαλλικά φράγκα ή πιάστρα. Αν συνυπολογίσουμε το εισόδημα από τις επισκοπές Αίγιου (8.000 πιάστρα), Καλαβρύτων (10.000 πιάστρα) και Κορώνης (6.000 πιάστρα) -ήταν στην επιστασία της Πάτρας-, αντιλαμβανόμαστε ότι ο ΠΠΓ συγκέντρωνε έσοδα 10.000 γρόσια.

Απέκτησε μάλιστα τέτοια οικονομική ευκαίρια που δάνειζε συμπολίτες του και μοναστήρια. Προσοχή: δάνειζε, δεν μοιραζόταν. Ο τόκος μάλιστα δεν ήταν ευκαταφρόνητος. Φημολογείται ότι έφτανε στο 15%. Στην «Ιστορία της πόλεως Πατρών από αρχαιότατων χρόνων μέχρι του 1821» ο ιστορικός Στέφανος Ν. Θωμόπουλος (1859-1939) διασώζει το περιστατικό της δανειοδότησης της Μονής Γηροκομείου με 5.000 γρόσια. Το 1851 οι κληρονόμοι του διεκδίκησαν δικαστικώς 10.000 γρόσια.

Ο νέος ιεράρχης επεδειξε μία αξιοθαύμαστη λεπτή διπλωματία που δεν άργησε να καταξιωθεί επ΄ αυτού και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των τότε “ραγιάδων” αλλά και των Τούρκων του Μωριά. Πολλές φορές μέχρι το τέλος της ζωής του κλήθηκε ως δικαστής (κριτής) να επιλύσει διαφορές μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων προυχόντων ή και μεταξύ Ελλήνων ομοίως όπως μεταξύ των Νοταραίων και του Κιαμήλ Μπέη στη Κορινθία ή των Σισίνηδων μετά του Σαΐτ Αγά Λαλαίου στην Ηλεία.

Παράλληλα την περίοδο 1815-1817 υπήρξε μέλος της Πατριαρχικής Συνόδου της Κωνσταντινούπολης. Από το 1818 διέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του στη Πελοπόννησο. Το Νοέμβριο του 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Φιλικό Αντώνιο Πελοπίδα. Ο Γερμανός συνέστησε τον Πελοπίδα στους Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λόντο οι οποίοι επίσης μυήθηκαν στην Φιλική Εταιρεία, ενώ ο ίδιος εμύησε διάφορους ιερωμένους και οπλαρχηγούς όπως τον Χαριουπόλεως Βησσαρίωνα, τον Κερνίτζης Προκόπιο κ.ά.

Όπως γράφει ο Κορδάτος* «Αν και ο Πελοπίδας είχε αυστηρή διαταγή να μην πλησιάσει το Γερμανό γιατί θεωρούνταν ύποπτος, αυτός παράκουσε, πήγε και τον αντάμωσε και λέγοντάς του πολλά ψέματα, πως τάχα ήταν ο τσάρος, ο Καποδίστριας  και άλλοι πίσω από την εταιρία, τον κατάφερε να γίνει μέλος. Ο Πελοπίδας παράκουσε γιατί ο Γερμανός είχε μεγάλο κύρος όχι μόνο στην Αχαΐα, αλλά και σ’ όλη την Πελοπόννησο».

Φημολογούνταν ότι στη Φιλική Εταιρία κάποιοι δεν τον εμπιστεύονταν ιδιαίτερα αν και λέγεται ότι ανέπτυξε δράση για την οικονομική στήριξη του επικείμενου αγώνα. Οι κακιές γλώσσες πάντως λένε όχι τόσο έντονη όσο η συμμετοχή του στα γλεντοκόπια που οργάνωνε ο Αχαιός κοτζαμπάσης Ανδρέας Λόντος στην Πόλη, όπου βρέθηκε ξανά ως μέλος της Πατριαρχικής Συνόδου (1815-18).

Παρά την ένταξή του στην Εταιρία οι συντηρητικές του αντιλήψεις τον έκαναν να είναι άκρως επιφυλακτικός και δύσπιστος για τον απελευθερωτικό αγώνα. Και αυτό το έδειξε όταν ηγούμενος πολλών κοτζαμπάσηδων και κληρικών αντιμετώπισε αρνητικά την κάθοδο στο Μοριά του Παπαφλέσσα.

Ουσιαστικά η δράση του Παλαιών Πατρών Γερμανού στη προετοιμασία της επικείμενης Επανάστασης ξεκίνησε από τις αρχές του επόμενου έτους της μύησής του όπου και άρχισε τις επαφές με τους Φιλικούς των Πατρών Ι. Βλασόπουλο, που την εποχή εκείνη ήταν πρόξενος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στη Πάτρα και Ι. Παπαρρηγόπουλο, πρώτο γραμματέα, διερμηνέα, του ρωσικού προξενείου στην ίδια πόλη, ενεργώντας υπό τη σκιά των διαφόρων ειδήσεων περί του Αλή Πασά (1820). Ο Γερμανός σε συνεργασία με τους Παπαρρηγόπουλο και Βλασόπουλο κατώρθωσε να πείσει τον Αλή να συνεχίσει τον αγώνα του κατά του Σουλτάνου και ότι δήθεν μεσολαβούσε προς τη Ρωσία ώστε αυτή να υποστηρίξει τον Αλή.

Πρωτοστάτησε στη δημιουργία μιας πολιτικής οργάνωσης και τη συγκέντρωση χρημάτων για την προετοιμασία της επανάστασης. Οι μυστικές αυτές κινήσεις γίνονταν υπό τον συνθηματικό τίτλο της “ίδρυσης επιστημονικής σχολής” και έτσι αναφέρονταν στην αλληλογραφία. Σώζεται κατάλογος ιδιόγραφος από τον Γερμανό με τα ονόματα των 31 προσωπικοτήτων της Πελοποννήσου και τις συνεισφορές τους υπέρ της «κοινής επιστημονικής σχολής». Εκεί αναφέρεται ότι “Ο άγιος Παλαιών Πατρών κυρ-Γερμανός αφιεροί εις το σχολείον έν μούλκι”, δηλ. κτήμα, που απέφερε ετήσιο εισόδημα 2.000 γρόσια.

Αρχές Ιανουαρίου του 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός υπέβαλλε προς τη Φιλική Εταιρεία τους “Στοχασμούς των Πελοποννησίων περί καλού συστήματος”, όπου περιέγραφε την οργάνωση της Φιλ. Εταιρείας στην Πελοπόννησο. Σε απάντηση ο Αλέξανδρος Υψηλάντης που είχε στο μεταξύ αναλάβει αρχηγός του Αγώνα, μαζί με κάποιες οδηγίες τον διόρισε μέλος της Παμπελοποννησιακής Εταιρείας. Κατόπιν αυτού αλλά και της είδησης περί της δολοφονίας του Φιλικού Κ. Καμαρηνού o Γερμανός ξεκίνησε άμεση δράση για προετοιμασία εξέγερσης που την απέδιδε σε προσωπική σπουδή του Α. Υψηλάντη.

Όμως στη μυστική συνέλευση της Βοστίτσας (26-30 Ιανουαρίου 1821) για την έναρξη της επανάστασης, ο Γερμανός διατύπωσε επιφυλάξεις για τη δυνατότητα άμεσης επαναστατικής δράσης και ήλθε σε ευθεία σύγκρουση με τον Παπαφλέσσα, που επιδίωκε την άμεση έναρξη του αγώνα.

Μάλιστα, σε μία σπάνια έκρηξη οργής, τον αποκάλεσε «επιπόλαιον και εξωλέστατον». O Γερμανός να του πει με αγανάκτηση: «πού πολεμοφόδια; πού όπλα; πού χρήματα πολυάριθμα; πού στρατός πεπαιδευμένος; πού στόλος εφοδιασμένος; Όποιον αρχηγόν έχομεν, διά ν’ αντιπαλαίση το τρομερώτατον θηρίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας… ας φέρωμεν, αδελφοί, ενώπιόν μας μίαν στιγμήν την καταστροφήν της Πελοποννήσου (το 1769), μ’ όλον ότι τότε εφάνη και στόλος ρωσικός, όστις ήταν δείγμα τουλάχιστον ότι έλαβε ενοχήν η ρωσική αυτοκρατορία· αλλ’ εις την εποχήν ταύτην οποία δείγματα θετικότητος έχομεν, διά να πιστεύσωμεν όσα λέγει ο Δικαίος και όσα γράφει ο Υψηλάντης;»

Από τα «Απομνημονεύματά» του προκύπτει ότι, μεταξύ των άλλων, είχε προτείνει «να αποσταλώσιν άνθρωποι εις την Ρωσσίαν και εις άλλα μέρη, δια να πληροφορηθώσιν αν τω όντι η Ρωσσία έχη απόφασιν τοιαύτην περί τής ελευθερίας των Ελλήνων, και ποία η διάθεσις των άλλων δυνάμεων της Ευρώπης και ούτως οδηγηθέντες (οι Έλληνες) να επιχειρισθώσι το πράγμα ασφαλέστερον και τακτικώτερον».

Εκείνες τις μέρες, ο καϊμακάμης της Τρίπολης που αντικαθιστούσε τον Χουρσίτ Πασά που είχε φύγει για τα Γιάννενα για να χτυπήσει τον Αλή Πασά, διέταξε να παρουσιαστούν μπροστά του όλοι οι προύχοντες και οι δεσποτάδες του Μοριά, μετά από προδοσία του Σωτήρη Κούγια, ενός προύχοντα της Τρίπολης ο οποίος του είχε αποκαλύψει τα σχέδια των Ελλήνων για εξέγερση. Κάμποσοι πήγαν στην Τρίπολη για να το πληρώσουν αργότερα με τη ζωή τους όταν άναψε για τα καλά το ντουφέκι.

Αντίθετα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Κερνίτσης Προκόπιος και οι προεστοί της Πάτρας, των Καλαβρύτων και της Βοστίτσας πήραν την απόφαση να μην πάνε στην Τρίπολη. Είχαν καταλάβει πως η Επανάσταση θα ξεσπούσε έτσι κι αλλιώς και θα το πλήρωναν με τη ζωή τους. Σκαρφίστηκαν λοιπόν ένα τέχνασμα. Αποχαιρέτησαν τον καϊμακάμη των Καλαβρύτων λέγοντας του πως πηγαίνουν στην Τρίπολη.

Όμως είχαν φροντίσει να κατασκευάσουν ένα γράμμα που τάχα  το έγραψε ένας Τούρκος φίλος τους προειδοποιώντας τους να μην πάνε στην Τρίπολη γιατί ο καϊμακάμης θα τους σκοτώσει. Όταν έφτασαν λοιπόν στις Καστάνες ένας δικός τους άνθρωπός, τους έδωσε το πλαστό γράμμα. Μετά από αυτό προσποιήθηκαν τους τρομοκρατημένους στους Τούρκους συνοδούς τους και επέστρεψαν στα Καλάβρυτα.

Εκεί αποφάσισαν στις 10 Μαρτίου, να καταφύγουν για μεγαλύτερη ασφάλεια στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Ήταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Κερνίτσης Προκόπιος και οι προύχοντες Ανδρέας Ζαΐμης, Ασημάκης Φωτήλας, Ανδρέας Λόντος, Σωτήρης Θεοχαρόπουλος και Σωτήρης Χαραλάμπης.

Στη σύσκεψη που ακολούθησε στην οποία έλαβαν μέρος οι ιεράρχες Παλαιών Πατρών Γερμανός και Κερνίκης Προκόπιος, ο Ασημάκης Ζαϊμης, ο Ασημάκης Φωτήλας, ο Σωτήρης Θεοχαρόπουλος, ο Σωτήρης Χαραλάμπης, ο Παναγιώτης Φωτήλας, ο Ανδρέας Ζαϊμης και ο Ανδρέας Λόντος. Παρά τους ενδιασμούς ορισμένων – μεταξύ αυτών και του Π. Π. Γερμανού – αποφασίστηκε τελικά να κηρυχθεί η επανάσταση και αναχώρησαν για διάφορες περιοχές για να μη τους πιάσουν οι τούρκοι και για στρατολογία αγωνιστών. 

Ο Γερμανός, ο Προκόπιος και ο Ανδρέας Ζαΐμης πήγαν στα Νεζερά (Επαρχία Καλαβρύτων). Ο Σωτήρης Θεοχαρόπουλος στη Ζαρούχλα, ο Παναγιώτης Φωτήλας στο Λιβάρτζι, ο Ανδρέας Λόντος στα Βούρα (Διακοφτό). Οι Ασημάκης Ζαϊμης και Ασημάκης Φωτήλας πήγαν στο χωριό Κερπινή, βόρεια των Καλαβρύτων, όπου συνάντησαν των Ιωάννη Χονδρογιάννη, από του Μάζι, που τότε ήταν το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής.

Αν και στα απομνημονεύματα του δεν αναφέρει τέλεση Λειτουργίας, ιστορικοί, βασιζόμενοι σε προσωπικά αρχεία οικογενειών επαναστατών, υποστηρίζουν ότι στην Αγία Λαύρα στις 17 Μαρτίου, ο Γερμανός τέλεσε δοξολογία και ορκωμοσία όπου όρκισε προεστούς και επισκόπους του Μοριά που βρίσκονταν εκεί, για τον εορτασμό του αγίου Αλεξίου, πολιούχου των Καλαβρύτων.

Σε Διακήρυξη του η οποία εκφωνήθηκε εντός της Μονής των αδερφώντης Λαύρας την 8ην (20ην) Μαρτίου 1821 δηλώνει μεταξύ άλλων ότι «Αύριον, ακολουθούντες τον Σταυρόν, θα βαδίσωμεν προς αυτήν την πόλιν των Πατρών» και πως απαλλάσσει τους αγωνιστές από την νηστεία της Σαρακοστής.

Επίσης Λειτουργία τέλεσε και πριν την επίθεση στα Καλάβρυτα στις 21 Μαρτίου. Την ημέρα εκείνη, 600 Έλληνες επαναστάτες, με επικεφαλής τους Σωτήρη Χαραλάμπη, Ασημάκη Φωτήλα, Σωτήρη Θεοχαρόπουλο, Νικόλαο Σολιώτη, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Βασίλειο και Νικόλαο Πετμεζά, συγκεντρώθηκαν στη μονή της Αγίας Λαύρας.

Αφού παρακολούθησαν τη Θεία Λειτουργία, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, πήραν μαζί τους για σημαία το λάβαρο της μονής με τη χρυσοκέντητη παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου κι ένα παλιό κανόνι και ξεκίνησαν τη μάχη για την απελευθέρωση των Καλαβρύτων. Στη συνέχεια αναχωρεί για τα Νεζερά (επαρχία στα Καλάβρυτα).

Ο Πουκεβίλ αναφέρει επίσης την τέλεση θρησκευτικής λειτουργίας από τον Γερμανό σε ένα ερημικό παρεκκλήσιο κοντά στην Πάτρα, λίγο πριν την είσοδό του στην πόλη. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι ο λαός επαναλάμβανε το Τρισάγιο, το οποίο αντηχούσε στα τείχη του κάστρου της Πάτρας.

Στις 25 Μαρτίου, έφτασαν από τα Νεζερά στην Πάτρα, ο Α. Ζαΐμης και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός με 500 άνδρες, ο Α. Λόντος με 400 άνδρες από το Αίγιο, ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Κερνίκης Προκόπιος κ.ά.

Στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου, παρά τους κανονιοβολισμούς των Τούρκων, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, έστησε μια κόκκινη σημαία με μαύρο σταυρό και ορκίζει τους αγωνιστές: «Ελευθερία ή Θάνατος». Μία μέρα μετά ανέλαβε πρόεδρος στο Αχαϊκόν Διευθυντήριον, θεσμό τον οποίο συγκρότησαν προύχοντες και δεσποτάδες.

Την ίδια μέρα, Ζαΐμης, Λόντος και ο δεσπότης Γερμανός συνέταξαν ένα έγγραφο στο οποίο αναφέρουν ότι αποφάσισαν όλοι να πεθάνουν ή να ελευθερωθούν και παρακαλούσαν τα χριστιανικά βασίλεια να τους θέσουν υπό την εύνοιά και την προστασία τους. Μάλιστα την επόμενη μέρα στις 26 Μαρτίου έστειλαν το έγγραφο αυτό στους προξένους των μεγάλων δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Αυστρίας και Ισπανίας) που έδρευαν  στην Πάτρα.

Από τις πρώτες ενέργειες του Γερμανού υπήρξε η συγκρότηση σώματος από 500 άνδρες, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην πολιορκία των Τούρκων στο κάστρο των Πατρών. Ο Γερμανός έδωσε το «παρών» σε όλες τις φάσεις της πολιορκίας, εξοπλίζοντας συνεχώς σώματα.

Συνεργαζόταν με τους τοπικούς αρχηγούς Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λόντο και τους Κουμανιώτες. Αντιμετωπίζοντας δε την αντίδραση του φιλότουρκου προξένου των Πατρών Γκρήν, έγραψε έντονη διαμαρτυρία (σώθηκε το ιδιόγραφό του), καταγγέλλοντας την πράξη του Γκρήν στη διεθνή κοινή γνώμη.

Ωστόσο, όντας αντιπρόσωπος για την ανταλλαγή των αιχμαλώτων και την εξαγορά των χαρεμιών του Χουρσίτ πασά στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, βρέθηκαν δύο αγάδες, ο Μπουσταφάμπεη και ο Δεφτέρ Κεχαγιά, οι οποίοι τον κατηγόρησαν πως με δόλο υπεξαίρεσε τον πλούτο τους. Λέγεται μάλιστα ότι ο γαμπρός του Καλαμογδάρτης μπήκε στον πειρασμό να τον δηλητηριάσει για ν’ αρπάξει τα λάφυρά του.

Ο Φωτάκος ισχυρίζεται ότι όταν έμαθε πως μετά την καταστροφή του Δράμαλη ο λαός ανακήρυξε αρχιστράτηγο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη φώναξε: «Αίτιον σκανδάλου».

Όταν η συνέλευση της Επιδαύρου αποφάσισε να στείλει αντιπροσώπους στην Ευρώπη και στον Πάπα, για να ζητήσουν βοήθεια. Έτσι, στα τέλη του  1822 ο Γερμανός μαζί με τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη πήγαν στην Ιταλία για να πετύχουν την αναγνώριση από τον Πάπα της ελληνικής Προσωρινής Διοίκησης.

Στην Ιταλία έμεινε ως τον Ιούνιο του 1824, δεν μπόρεσε όμως να συναντήσει τον Πάπα, διότι από την Αγκώνα (Ανκόνα), όπου είχε φθάσει, δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει το ταξίδι του στη Ρώμη, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε για να ολοκληρώσει την αποστολή του.

Επισκέφθηκε, πάντως, σημαντικές πόλεις της Ιταλίας, όπως τη Βολωνία (Μπολόνια) και τη Φαέντσα, όπου συναντήθηκε με επιφανείς Έλληνες της διασποράς για τους σκοπούς της Επανάστασης, ενώ κατέβαλε προσπάθειες για τη σύναψη δανείου.

Όπως προκύπτει από την αλληλογραφία παπικών αξιωματούχων, ο Γερμανός ήταν «προφορικά εξουσιοδοτημένος να ζητήσει την προστασία του Πάπα για τους αγωνιζόμενους Έλληνες προτείνοντας ως αντάλλαγμα την ένωση των Εκκλησιών».

Η συνάντηση με τον Πάπα δεν έγινε γιατί το Βατικανό επικαλέστηκε την προχωρημένη ηλικία του, λόγω της οποίας δεν ησχολείτο πλέον με διεθνείς υποθέσεις. Πάπας ήταν τότε ο Πίος VII, ο οποίος και απεβίωσε τον Αύγουστο του 1823 σε ηλικία 81 ετών. Πιστεύεται ότι ο Πάπας ήταν θετικός προς την υπόθεση της Ελλάδος, αλλά η ματαίωση της συνάντησης οφείλεται σε παρέμβαση της Αυστρίας η οποία τότε είχε υπό την προστασία της το Βατικανό και διέκειτο εχθρικά προς την Επανάσταση.

Το 1822 ο Γερμανός μαζί με άλλους εναντιώθηκε στον εξωτερικό δανεισμό επισημαίνοντας το ολέθριο αποτέλεσμα που θα είχε αυτός, αλλά δεν εισακούσθηκε.

Ο Γερμανός επέστρεψε στην Ελλάδα τον Ιούνιο ή Ιούλιο του 1824, οπότε και εγκαταστάθηκε στη Γαστούνη, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να επιστρέψει στην έδρα του. Την περίοδο όμως εκείνη είχε ξεσπάσει η πρώτη ένοπλη εμφύλια διαμάχη. Ο Γερμανός αρχικά προσπάθησε να συμφιλιώσει τις αντίπαλες παρατάξεις πλην όμως έκανε το μοιραίο λάθος να υπερασπιστεί εντονότερα (ίσως για λόγους καταγωγής), τους Αχαιούς προκρίτους με συνέπεια όχι μόνο να μην επιτύχει τη συμφιλίωση αλλά αντίθετα να υποπέσει στη δυσμένεια πολλών οπλαρχηγών και ιδιαίτερα του Γιάννη Γκούρα που ανέλαβε να καθυποτάξει όλους τους ενάντιους στην υπό τους Κουντουριώτες διοίκηση.

Έτσι, ενώ ο Γερμανός είχε αποσυρθεί στη Μονή της Χρυσοποδαρίτισσας (Νεζερών), ο Γκούρας τον χειμώνα του 1825 προχώρησε στη σύλληψή του και τη μεταφορά του στη Γαστούνη. Ταυτόχρονα κατέκλεψαν τα υπάρχοντά του. Σε τμήματα της διαδρομής ο Γερμανός υποχρεώθηκε να προχωρήσει πεζός λόγω του χιονιού. Εκεί λέγεται ότι υπέστη τυραννική συμπεριφορά από τον γιατρό Νικόλαο Σοφιανόπουλο, που καταγόταν από το Σοπωτό, που είχε αναλάβει την φύλαξή του.

Όταν όμως ο τελευταίος προσβλήθηκε από δυσεντερία και πέθανε, ο Γκούρας που πίστευε σε δεισιδαιμονίες, φοβήθηκε και απέλυσε τον Γερμανό ο οποίος εξαντλημένος έφθασε στο Ναύπλιο όπου και εγκαταστάθηκε μέχρι να ανακτήσει την υγεία του. Την κλονισμένη υγεία του επιδείνωσε η πίκρα και απογοήτευσή του για την απροσδόκητη τροπή του Αγώνα.

Αν και η θέση του είναι εγγύτερα με τους κοτζαμπάσηδες του Μοριά εναντίον του Παπαφλέσσα των ρουμελιωτών οπλαρχηγών και του Κουντουριώτη, με γράμμα του προς τον πρόεδρο του Εκτελεστικού (πρωθυπουργό) Γεώργιο Κουντουριώτη προσπάθησε και πάλι να συμφιλιώσει τις αντίπαλες παρατάξεις, παρά την απογοήτευσή του για την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί και την πικρία του για τις ταπεινώσεις που είχε υποστεί από τον Γιάννη Γκούρα.

Tο 1826, εκλέχθηκε μέλος της Γ’ Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο και διηύθυνε ως πρόεδρος τις εργασίες της (6-16 Απριλίου), που διαλύθηκαν πρόωρα, λόγω της πτώσης του Μεσολογγίου.

Λίγο αργότερα, στο Ναύπλιο, προσβλήθηκε από εξανθηματικό τύφο, που είχε καταστεί τότε ενδημικός στο Ναύπλιο και απεβίωσε στις 30 Μαΐου 1826, πριν προλάβει να ολοκληρώσει τα απομνημονεύματά του και ενώ ο Ιμπραήμ κατέκαιε τον Μοριά. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στην πατρίδα του Δημητσάνα όπου φυλάσσονται.

Ανδριάντας του υπάρχει στην Πάτρα και στη Δημητσάνα, καθώς και στον Πειραιά ( Πασαλιμάνι ), που τοποθετήθηκε το 2003 με έξοδα και επιμέλεια των εν Πειραιεί Καλαβρυτινών «η αγ. ΛΑΥΡΑ» υπό την προεδρία του κ. Αθ. Χρονόπουλου, ο οποίος με την αρωγή της ιεράς μονής αγ. Λαύρας, κάθε έτος την 30η Μαΐου τελεί επιμνημόσυνη δέηση στη μνήμη του ιεράρχη, που η μοίρα το έφερε να γεννηθεί 25η Μαρτίου, να χειροτονηθεί δεσπότης Πατρών 25η Μαρτίου και να ευλογήσει την επανάσταση (17 – 25 Μαρτίου 1821 στη βόρεια Πελοπόννησο).

Ο φλογισμένος αντάρτης Παπαφλέσσας

Φανατικός, παράφορος, προκλητικός. Και συνάμα παπάς. Αληθινό εκρηκτικό κοκτέιλ, ο Γρηγόριος Φλέσσας – Δικαίος (γεννημένος ως Γεώργιος Φλέσσας)

Γεννημένος το 1788 στην Πολιανή της Μεσσηνίας, και ήταν υστερότοκος γιος, από δεύτερο γάμο, του Δημητρίου Δικαίου, ο οποίος είχε συνολικά 28 παιδιά. Φοίτησε στη Σχολή Δημητσάνας, την οποία δεν την τελείωσε και μόνασε το 1816 στο μοναστήρι της Παναγιάς της Βελανιδιάς στην Καλαμάτα, όπου πήρε το όνομα Γρηγόριος (παπάς Φλέσσας εξ ού και το Παπαφλέσσας)

Το ράσο δεν κατάφερε να περιορίσει την παραφορά του και έτσι εξαιτίας του επαναστατικού χαρακτήρα του, ήλθε σε σύγκρουση με τον επίσκοπο Μονεμβασιάς, έφυγε από τη μονή του και πήγε σε άλλο μοναστήρι, της Ρεκίτσας ανάμεσα σε Μυστρά και Λεοντάρι.

Με λυμένο διαρκώς το ζωνάρι για καβγά, δεν ήταν έκπληξη η νέα σύγκρουσή του με Τούρκο αξιωματούχο για τα περιουσιακά της μονής. Ο τούρκος πασάς με τη σειρά του, εκμεταλλεύεται την αδυναμία του Παπαφλέσσα στο γυναικείο φύλο και έτσι ο Παπαφλέσσας, αφού απείλησε ότι θα γυρίσει «δεσπότης ή πασάς», βρέθηκε να τρέχει κυνηγημένος από ολόκληρο στρατιωτικό απόσπασμα, ώσπου μπήκε σ’ ένα καΐκι και πέρασε στη Ζάκυνθο – μα να ξελογιάσει αρραβωνιασμένη ο «στρατιώτης του Χριστού»;

Στη Ζάκυνθο γνωρίζει τον Κολοκοτρώνη – οι δυο τους δεν τα συνταίριαζαν ποτέ, αν και η κόρη του γέρου του Μόριά Ελένη παντρεύτηκε τον αδερφό του Παπαφλέσσα Νικήτα Δίκαιο.

«Ήσαν και οι δυο τους εξόριστοι στην Ζάκυνθο. Λίγα χρόνια πριν από το ’21. Ο Γέρος πάλευε να μάθει γράμματα. Διάβαζε την Γραφή, Ιστορία, παρακολουθούσε από κοντά τους νεοέλληνες διαφωτιστές. Στο μικρό του δωμάτιο του, μελετούσε την Αγία Γραφή σε μετάφραση της Βιβλικής Εταιρίας, που το Πατριαρχείο είχε απαγορέψει. Σκυμμένο πάνω στα χαρτιά τον βρήκε ο Παπαφλέσσας. Δεν χωνεύονταν.

-Μην τα διαβάζεις αυτά του φώναξε ο ιερέας, είναι του Διαβόλου!

Ο Κολοκοτρώνης του ορμά. Πλακώθηκαν γερά. Ο Παπαφλέσσας αν και 20 χρόνια μικρότερος τα βρίσκει σκούρα. Ο Γέρος τον στριφογύριζε και με μια επιδέξια λαβή τον πετά χάμω. Κυριολεκτικά θα τον σκότωνε όμως μπήκαν στη μέση άλλοι. Σώθηκε ο παπάς, το μίσος του όμως βάσταξε και κατά τους εμφύλιους πολέμους κατάφερε να τον φυλακίσει.»

Επόμενος σταθμός η Κωνσταντινούπολη. Διεκδικεί καλύτερη παιδεία και κυνηγά τις υψηλές γνωριμίες. Γνωρίζει τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ που ενθουσιάζεται από την πληθωρική του παρουσία και τον χειροτονεί αρχιμανδρίτη με το εκκλησιαστικό Οφφίκιο «Δικαίος», που σημαίνει αντιπρόσωπος του Πατριάρχη. Είχε ανέβει πια στο πρώτο σκαλί της εξουσίας. Το δεύτερο, που θα τον οδηγούσε στον δεσποτικό θρόνο, δεν θα αργούσε. Ήταν καθαρά θέμα χρόνου. Όμως ο Θεός είχε άλλα σχέδια για αυτόν.

Ο Δημήτριος Αινιάν, αγωνιστής της επανάστασης, λόγιος, δικαστικός και πολιτικός τον γνώρισε στο σπίτι του πατέρα του στη Θεραπειά,  όπου ζούσε κι αυτός.  Ο παπα-δάσκαλος Ζαχαρίας Αινιάν, έκανε στον αρχιμανδρίτη μαθήματα Ελληνικών, για να καταφέρει να  γίνει δεσπότης. Ο Δημήτριος εξιστορεί: «…ωφελούμενος από τας συνεισφοράς των κατηχουμένων ενοικίασεν ήδη χωριστήν οικίαν, ενεδύθη ευσχήμως πρώτον, λαμπρώς δε και μεγαλοπρεπώς, όταν επανήλθεν από έν ταξίδιον το οποίον έκαμεν εις Βλαχίαν……έκαμνεν διασκεδάσεις και συνεχή γεύματα εις τας εξοχάς, όπου οι συνερχόμενοι διασκέδαζον συνήθως με τα άσματα της ελευθερίας».

Τον Οκτώβριο του 1820, ξυλοκοπεί στην Πόλη τον έναν από τους δυο Οθωμανούς υπηρέτες του, επειδή έχυσε το νερό και του χάλασε τη σαπουνάδα για να πλύνει τη γενειάδα του (Φωτάκος: «Βίος του Παπαφλέσσα»). Ο Τούρκος πήγε στην οθωμανική αστυνομία και κάρφωσε τα συνωμοτικά του πάρε δώσε. Όμως ο προστάτης του, ο Αχαιός μητροπολίτης Δέρκων, ο από Λακεδαιμονίας άγιος Γρηγόριος, που «είχε συστήσει εις τον Σκουφάν τον Γρηγόριον Φλέσσαν, ώς μοναχόν επαίδευτον και εξαίρετον πατριώτην» (Χειρόγραφο βιβλίο του Κωνσταντίνου Ι. Φλέσσα, βουλευτή Καλαμών,   «Ιστορία του Ιερού Αγώνος κατά τε της Τουρκίας και της Αυστριακής Αυτοκρατορίας», Αθήναι 1898- κυκλοφόρησε σε φυλλάδια), έτρεξε και κατέβαλε ένα μεγάλο ποσόν, αργότερα έγινε τεράστιο, για να εξαγοράσει την απαλλαγή του και την αναστολή κάθε έρευνας από τη μεριά των οθωμανικών αρχών.

Ο φλογερός πατριωτισμός του δεν κρυβόταν. Οι φιλικοί τον ήθελαν αλλά και φοβούνταν μήπως με κάποια από τις συνηθισμένες αποκοτιές του τα τίναζε όλα στον αέρα. Στα 1818, αποφάσισαν να τον ψαρέψουν. Το δύσκολο έργο ανέλαβε ο Αναγνωστόπουλος. Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος ανήκε στους αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας. Είχε και την έγκριση των άλλων να πλησιάσει τον τρελοπαπά. Ο Παπαφλέσσας ήταν πανάξιος της φήμης που τον ακολουθούσε.

Για μέρες, ο Παπαφλέσσας έκανε τον χαζό. Όταν ο φιλικός κατάλαβε πως αντί να ψαρέψει τον παπά, τον ψάρευε εκείνος, ήταν πολύ αργά. Μόλις ο αρχιμανδρίτης πείστηκε ότι υπήρχε επαναστατική οργάνωση, έπιασε τον φιλικό απ’ τον λαιμό και με καθόλου χριστιανικό τρόπο του εξηγούσε πως μόνον αν του τα ξερνούσε όλα, υπήρχε περίπτωση να γλιτώσει απ’ τα χέρια του.

Έτσι τον ανάγκασε να μιλήσει. Κι έπειτα, τον έβαλε να τον οδηγήσει στην Ανώτατη Αρχή. Έκπληκτοι οι Εμμανουήλ Ξάνθος και Αθανάσιος Τσακάλωφ τον είδαν φάντη μπαστούνι μπροστά τους. Υπέκυψαν στις απαιτήσεις του. Με το «έτσι θέλω», ο Παπαφλέσσας εγκαταστάθηκε στην Ανωτάτη Αρχή της Φιλικής Εταιρείας, με το προσωνύμιο Αρμόδιος, περίπου στη θέση του Νικόλαου Σκουφά που είχε πεθάνει τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς.

Ασφαλώς ο αρχιμανδρίτης δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος αντάρτης, που παράλληλα με την συνωμοτική του δράση καλοπερνάει με χρήματα της οργάνωσής του και ισορροπεί σε τεντωμένο σκοινί. Ο δικός μας όμως είναι και παπάς και η ζωή του ενοχλεί τους περιοίκους, «παραπονούμενους δια την άτοπον και ανοίκειον διαγωγήν του Γρηγορίου δίδονος παράδειγμα διαφθοράς εις την συνοικίαν». Κάποιος Οθωμανός τον συνέλαβε με πρόφαση τα καμώματά του, και τον απελευθέρωσε με λύτρα 1000 γρόσια, κάνοντάς του και χρηστομάθεια: «….δεν είναι εντροπή εις το ιδικόν σου σχήμα να φέρνης κάθε νύκτα γυναίκας….και να σηκώνης την ησυχίαν των γειτόνων;…».

Τι κι αν τον χαρακτήριζαν «άσωτο, ασύδοτο, αλαζόνα, μέθυσο, καταχραστή των συνδρομών των φιλικών, πορνόβιο και απατεώνα», αυτός είχε ένα όραμα να υπηρετήσει.

Ωστόσο, τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά για την οργάνωση. Οι ηγέτες της μαζεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη, κάτω από τη μύτη των Τούρκων, να δουν τι θα κάνουν. Η σύσκεψη ήταν θυελλώδης. Ο Τσακάλωφ αντιμετώπιζε ακόμα και το ενδεχόμενο της διάλυσης. Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1818, πάρθηκε η μεγάλη απόφαση: Θα προχωρούσαν.

Στα 1819, στην Ανώτατη Αρχή της Φιλικής Εταιρείας μπήκε κι ο πάμπλουτος και ισχυρός στην περιοχή της Μολδαβίας Γεώργιος Λεβέντης. Στα 1820, η οργάνωση απέκτησε σπουδαίο αρχηγό: Τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.

Παπαφλέσσας και Λεβέντης κάθισαν κι έφτιαξαν το «σχέδιον γενικόν», ένα πρόγραμμα δράσης για το πώς θα γινόταν η επανάσταση. Στις 7 Οκτωβρίου του 1820, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης το ενέκρινε τροποποιημένο: «Ημέρα Χ» ορίστηκε η 25η Μαρτίου του 1821: Όσο ακόμα πολεμούσε ο Αλή πασάς στα Γιάννενα, ο Υψηλάντης θα επαναστατούσε τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ενώ ο Παπαφλέσσας ανέλαβε τον Μοριά.

Το 1819 πηγαίνει στη Μολδαβία και τη Βλαχία ως πατριαρχικός έξαρχος και προετοιμάζει το έδαφος για τον ξεσηκωμό. Φυλακίζεται εξαιτίας της προδοσίας του Ρουμάνου μητροπολίτη Λούπου, αποφυλακίζεται, γίνεται αδελφοποιτός με τους οπλαρχηγούς Γεωργάκη Ολυμπίου και Ιωάννη Φαρμάκη, στις 7 Οκτωβρίου 1820 παίρνει μέρος στη σύσκεψη που οργανώνει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στο Ισμαήλιο και με πλαστά έγγραφα που παρουσιάζει προσπαθεί να πείσει τους συγκεντρωμένους πως η επανάσταση πρέπει να ξεκινήσει από τον Μόριά.

«Έλαβε μέρος σ’ όλα τα πολυτάραχα πολεμικά συμβούλια, που γινόντουσαν τη νύχτα στο λοιμοκαθαρτήριο. Με τη φοβερή του διαίσθησι, που τρυπάει σαν ατσαλένια αιχμή της πιο περίπλοκες και σκοτεινές πραγματικότητες διακρίνει ότι ο αγώνας, αν αναβληθή, θα είνε αύριο πολύ πιο δύσκολος, αν μη αδύνατος:

Η τώρα ή ποτέ! Απ’ αυτή τη στιγμή, που κρίνεται η τύχη των πάντων, ρίχνεται στο εμπρηστικό του έργο. Απ’ όπου θέλουν ας αρχίσουν, από το Μωρηά, τη Βλαχιά, την Πόλι, από το διάβολο! Φτάνει ν’ αρχίσουν! Η γνώμη για την ώρα, είνε από τον Μωρηά. Αλλά βλέπει να διστάζουν και τρέμει σύγκορμος. Είνε ο πιο θορυβώδης στα συμβούλια.»

«Μαίνεται. Η ανυπομονησία του τον τυφλώνει. Δεν μπορεί να λογαριάση τίποτα, να υποταχθή σε καμμιά λογική. Φτάνει να φαμπρικάρη και να παρουσιάση ψευτικά γράμματα Πελοποννησίων, πώς είνε όλα έτοιμα, ψυχές, αρχηγοί, στρατιώτες πολεμοφόδια! Μιλεί τόσο παράφορα, τόσο εύγλωττα, τόσο πειστικά, φαίνεται τόσο βέβαιος γι’ αυτά που λέει, που αν έλειπε από τα συμβούλια ο Περραιβός και προ πάντων ο Παπαδόπουλος, ο λεγόμενος Κορφινός, που είχε γυρίση από το Μωρηά, τώρα κοντά, ο Παπαφλέσσας θα τους είχε παρασύρη όλους και θα τους είχε μπαρκάρη κιόλας στο καράβι για τη Μάνη».

Ο Περραιβός ήταν ο πρώτος που αντέδρασε στα λεγόμενα του Παπαφλέσσα και διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά του φώναζε ότι δεν υπήρχε στην Πελοπόννησο οποιαδήποτε προετοιμασία για επανάσταση. Ο Παπαφλέσσας, αντί να κάνει πίσω, προχώρησε σε επιπλέον ισχυρισμούς για την κατάσταση ετοιμότητας της Πελοποννήσου, προκαλώντας αυτήν τη φορά την έντονη αντίδραση του φιλικού Σπυρίδωνα Παπαδόπουλου Κορφινού.

«Κάτσε κάτου, παπά! Και να μου κάνης τη χάρι να κυττάς το ψαλτήρι σου! Πώς μπορείς να ξέρης καλλίτερα κι από μένα τι γίνεται στο Μωρηά; Εσύ λείπεις χρόνια. Εγώ δεν είνε οχτώ μήνες πούμουνα εκεί!»

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης μπορεί να μην πείστηκε από τα λόγια του Παπαφλέσσα, αποφάσισε όμως να μην αφήσει την προσωπικότητα και το πάθος του ιερωμένου να πάνε χαμένα για τον Εθνικό Αγώνα.

«Είδε σ’ αυτόν, πολύ σωστά, τον άνθρωπό του. Και η απόφασι να τον στείλη να ξεσηκώση το Μωρηά, είνε από της λίγες εμπνεύσεις που δείχνουν αρχηγό, νου που ξέρει να σταθμίζη και να χρησιμοποιή ανθρώπους. Και είνε προς τιμήν της διανοίας του και της καρδιάς του, ότι κατάλαβε τον Παπαφλέσσα κι εμπιστεύτηκε απόλυτα σ’ αυτόν. Τού δωσε χαρτί προς τους Μωραΐτες, όπου τους λέει: ‘Ο Δικαίος είνε άλλος Εγώ’! Και τους συνιστά να βάλουν αμέσως σε πράξι της οδηγίες του» Κλείνοντας την επιστολή του προς τους Πελοποννήσιους ο Υψηλάντης έγραψε: «Όταν έλθη η ευτυχέστατη της ζωής μου ώρα να καταφιλήσω το ιερόν της πατρίδος έδαφος και να ευρεθώ εις το μέσον των Πελοποννησίων, να είνε τα πάντα διατεταγμένα διά να κινηθώμεν με την βοήθειαν του Θεού».

Ταυτόχρονα ζήτησε να συγκεντρώσουν οι ταμίες της Φιλικής 300.000 γρόσια για να χρησιμοποιηθούν για την προετοιμασία του Μωρηά.

Οι ηγέτες της Φιλικής Εταιρίας αποφάσισαν να στείλουν τον Παπαφλέσσα στο Μοριά για να ανάψει τη φωτιά της Επανάστασης για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος ήταν πως ήταν κληρικός και το ράσο θα του έδινε τη δυνατότητα να ανοίξει όλες τις πόρτες και των φτωχών και των πλουσίων ενώ παράλληλα δεν έδινε και υποψίες στους κατακτητές. Ο δεύτερος ήταν οι ικανότητες του. Ήταν ένας θαρραλέος άνθρωπος με γλώσσα που έκοβε και ικανός να ξεφεύγει από τους Τούρκους.

«Ο Δικαίος, κατεβαίνοντας στην Πόλι, δεν ταξείδευε: Πετούσε. Επιτέλους ζύγωνε η ώρα για τα μεγάλα έργα. Θάρριχναν τον κύβο στο αβάκιο της ιστορίας».

Ο αρχιμανδρίτης έγραψε του Κολοκοτρώνη να πάει στη Μάνη, εξασφάλισε για τον εαυτό του χαρτιά που τον βάφτιζαν «πατριαρχικό έξαρχο», πέρασε από το Αϊβαλί, φόρτωσε ένα καράβι μπαρούτι και όπλα, το έστειλε κι αυτό στη Μάνη και διέσχισε το Αιγαίο. Μέσα Δεκεμβρίου του 1820, βρισκόταν κι αυτός στη Μάνη. Βρήκε τους Τούρκους του Μοριά ενημερωμένους για την άφιξή του και πρόθυμους να τον διευκολύνουν στις μετακινήσεις του.

Μετά από χρόνια έντονου αγώνα και αγωνίας, ο Παπαφλέσσας με την υψηλότερη στήριξη την οποία θα μπορούσε να έχει Έλληνας την εποχή εκείνη ξεκινούσε για την επίτευξη του ιερού σκοπού της ζωής τους, την έναρξη του Αγώνα των Ελλήνων για την Ελευθερία.

Στις 6 Ιανουαρίου του 1821, έφτασε στη Μάνη κι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο «πατριαρχικός έξαρχος» ανέβηκε στην Αχαΐα και διαπίστωσε πως υπήρχαν σοβαρές κτηματικές διαφορές ανάμεσα στα μοναστήρια της Αγίας Λαύρας και των Ταξιαρχών. Οργανώθηκε σύσκεψη στη Βοστίτσα (σημερινό Αίγιο) με τη συμμετοχή και των προκρίτων. Οι Τούρκοι την επέτρεψαν, αφού ενημερώθηκαν σχετικά.

Η διάσκεψη στη Βοστίτσα άρχισε στις 26 Ιανουαρίου 1821 και κράτησε ως τις 29 του μήνα. Εκεί, ο Παπαφλέσσας ανακοίνωσε, ποιος πραγματικά ήταν και για ποιο λόγο είχε έρθει. Η επανάσταση, τους είπε, είχε προγραμματιστεί για τις 25 Μαρτίου, γιορτή του Ευαγγελισμού. Η ανακοίνωση ακούστηκε σαν κεραυνός.

Τους αναφέρει απίστευτα ψέματα. Ότι, δηλαδή, …ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με την συγκατάθεση του Τσάρου, ετοιμάζεται να εκστρατεύσει κατά της Κωνσταντινούπολης…. Ότι…ο ρωσικός στόλος φτάνει όπου νάναι στο Αιγαίο… Ότι…μέσα στην Κωνσταντινούπολη είναι 50 χιλιάδες τζελέπηδες (εκτελεστές -δολοφόνοι) που ετοιμάζονται να σφάξουν τον Σουλτάνο..

Η αλήθεια είναι ότι το σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας προέβλεπε στάση των ελληνικών πληρωμάτων στο ναύσταθμο της Kωνσταντινούπολης, πυρπόληση του οθωμανικού στόλου και σύλληψη του σουλτάνου μέσα στο γενικότερο χάος που θα προκαλούνταν στην πρωτεύουσα της Aυτοκρατορίας. 

Οι προεστοί του Μοριά, όμως είναι επιφυλακτικοί με όσα τους λέει. Μερικοί ζήτησαν αναβολή. Πρότειναν τις 23 Απριλίου, που είναι του Αϊ Γιώργη ή τις 21 Μαΐου, που είναι Κωνσταντίνου και Ελένης.

Κάποιοι από αυτούς είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρία με το δόλωμα ότι πίσω από την «Αρχή» του αγώνα βρίσκονταν η Ρωσία. Όμως ακόμη και ανάμεσα σ’ αυτούς αρκετοί ήταν εκείνοι που δίσταζαν, άλλοι από συμφέρον και άλλοι από φόβο και πρόβαλαν τη δικαιολογία, πως ο καιρός για τον ξεσηκωμό δεν είχε φτάσει. Άλλοι ήταν αμύητοι. Κάποιοι πατριώτες αλλά και αρκετοί ως το κόκαλο τουρκόφιλοι και αντίθετοι σε κάθε επαναστατική ενέργεια.

Ο Παπαφλέσσας είπε στους προύχοντες πως δεν χωρεί αναβολή. Οι προεστοί που όλη την ώρα τον άκουγαν με κρύα καρδιά ξεσηκώνονται και ξεκινάει μεγάλος καυγάς. Ο Ανδρέας Ζαΐμης, χαρακτηρίζει όσα λέει ο Παπαφλέσσας «άστατα, απελπισμένα, στασιαστικά, ιδιοτελή και μπερμπάντικα…».

Ο πιο αυστηρός απέναντι στον Παπαφλέσσα, ήταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, όπως ο ίδιος γράφει στη σελίδα 9 των απομνημονευμάτων του, που δημοσιεύθηκαν το 1975. Γράφει ο Παλαιών Πατρών Γερμανός: «Όθεν οι μεν Πελοποννήσιοι έμειναν εν αμηχανία περί του πρακτέου βλέποντες τι παράκαιρον και ανέτοιμον, ο δε Δικαίος άνθρωπος απατεών και εξωλέστατος περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τίνι τρόπω να ερεθίση την ταραχή του Έθνους δια να πλουτίσει εκ των αρπαγών, τους εβεβαίωσεν ότι όλα είναι έτοιμα….»

Λένε πως ο Παπαφλέσσας εξαγριωμένος του απάντησε πως είναι μασκαράς, γιος ξυλοκόπου που έγινε αρχιερέας αφού δωροδόκησε τους τρανούς του Πατριαρχείου».** Παραλίγο νάρθουν στα χέρια. που θα έφθανε ενδεχομένως και μέχρι τον φόνο, εάν ο Παπαφλέσας δεν είχε φροντίσει εκ νέου να συνοδεύεται από τον αδελφό του Νικήτα Φλέσα, οπλισμένο με κουμπούρια. Το μίσος που εκφράζει ο Γερμανός για τον όντως εξωλέστατο αρχιμανδρίτη, είναι έκδηλο, όσο κι αν καλύπτεται υπό την δικαιολογημένη ενόχληση μπροστά σε ένα τόσο ανοργάνωτο και σαθρών θεμελίων, εγχείρημα.

Απ’ ό,τι φαίνεται όμως, όποιος θα ήθελε να παίξει παιχνίδια θανάτου με τους Φλεσαίους (28 αδέρφια), θα έπρεπε να το ξανασκεφτεί πολύ προσεκτικά.

Στη συγκεκριμένη συγκέντρωση των προεστών του Μοριά στη Βοστίτσα, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης είχε τόσο πολύ θιχτεί και θυμώσει, ώστε διέταξε ένα πρωτοπαλίκαρό του, τον Κωνσταντή Πιεράκο, «να δολοφονήσει τον Παπαφλέσσα, να κόψει την κεφαλήν του και να την στείλει στην Τριπολιτζάν», όπως αναφέρει και ο Σπηλιάδης στη σελίδα 23 του Α’ τόμου της ιστορίας του.

Ο Κανέλλος Δεληγιάννης τον αποκαλεί αγύρτη παλιοκαλόγερο στα απομνημονεύματά του. Η αντίδραση των προκρίτων απέναντι του δεν ερμηνεύεται μόνο ως αποτέλεσμα της αρνητικής στάσης τους απέναντι στην επανάσταση. Ο καθηγητής της Νεώτερης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Στέφανος Παπαγεωργίου, λέει χαρακτηριστικά, «Οι έμπειροι προύχοντες έβλεπαν στο πρόσωπο του Δικαίου τον εκπρόσωπο μιας κατώτερης κοινωνικής τάξης, ο οποίος επιδίωκε εκτός από την εκδίωξη των Τούρκων και την απελευθέρωση των Ελλήνων, την ανατροπή της προεπαναστατικής κοινωνικής και πολιτικής πυραμίδας…» 

Οι προεστοί, θα ενδιαφερθούν για το υπόβαθρο του Αγώνα, θα ανησυχήσουν για το παράκαιρό του και θα ζητήσουν να στείλουν εκ νέου απεσταλμένους δεξιά και αριστερά, για να διαπιστώσουνε αν έχει κάτι αλλάξει στα δεδομένα που ήδη γνώριζαν. Και φυσικά- πώς θα γινόταν αλλιώς;- θα θέσουν ζήτημα εξουσίας. Ποιος θα διαδεχτεί τον Τούρκο, όταν εκείνος φύγει;

Κατά πως λέει ο Φωτάκος, ο γραμματέας του Κολοκοτρώνη, ο Σωτήρης Χαραλάμπης, «ο δυνατότερος και τολμηρότερος» από τους κοτζαμπάσηδες της περιοχής, ρώτησε ανοιχτά, εκείνο που όλοι θα ήθελαν να θέσουν αλλά δίσταζαν: «Αλλ’ ημείς εδώ, αφού σκοτώσωμεν τους Τούρκους, εις ποίον θα παραδοθώμεν, ποίον θα έχωμεν ανώτερον; Ο ραγιάς ευθύς αφού πάρει τα όπλα, δεν θα μας ακούη και δεν θα μας σέβεται και θα πέσωμεν εις τα χέρια εκείνου (δεικνύων τον Νικήταν), ο οποίος προ ολίγου δεν ημπορούσε να κρατήση το περούνι για να φάγη»

Ο Παπαφλέσσας, τους απάντησε πως αυτό θα το αναλάμβαναν, όσοι είχαν πείρα. Όμως οι πρόκριτοι γνωρίζουνε πολύ καλά, πως μπροστά στο κύρος του Υψηλάντη, οι ίδιοι θα αγωνίζονταν μονάχα για μία θέση στη σκιά του. Στην ουσία, η απάντηση δεν τους ικανοποίησε και οι αντιρρήσεις συνεχίστηκαν.

Σύμφωνα με τον γραμματικό του Κολοκοτρώνη, Φώτιο Χρυσανθόπουλο (Φωτάκο), ο Παπαφλέσας τότε απείλησε τους προεστούς, πως «αν δεν συγκατανεύσουν να επαναστατήσουν, αυτός είναι διατεταγμένος από την Σεβ. Αρχήν, την οποίαν παρίστανον ως πραγματικήν τότε, να μισθώση 1000 Πισινοχωρίτας και Σαμπαζότας και άλλους τόσους Μανιάτας να κάμη την αρχήν της επαναστάσεως, και όποιον πιάσουν χωρίς όπλα οι Τούρκοι, ας τον θανατώσουν…». 

Εδώ θα παίξουν ρόλο τα 90.000 γρόσια με τα οποία προίκισε ο Υψηλάντης την αποστολή Παπαφλέσσα. Ο Απόστολος της Φιλικής, δεν είναι ρακένδυτος, ούτε μετρημένος στη ζωή του- τουναντίον, τα πάντα μαρτυρούν πως από πίσω του στέκει ισχυρός χρηματοδότης. Αν έλεγε αλήθεια και προσελάμβανε τους Μανιάτες όπως είχε απειλήσει, τι θα συνέβαινε στους πρόκριτους;

Οι προεστοί φοβήθηκαν και γύρισαν το βιολί. Είπαν στον Παπαφλέσσα να τους αφήσει λίγες μέρες για να σκεφτούν. Αυτός συμφώνησε. Η λήξη της σύσκεψης, δεν βρίσκει καμία πλευρά νικητή, αλλά ο χρόνος κυλάει για λογαριασμό του Παπαφλέσσα.

Στην πραγματικότητα ο Υψηλάντης παραμένει ο άγνωστος παράγων για το παραδοσιακό μωραΐτικο σύστημα εξουσίας και ο Παπαφλέσας ο χειρότερος εφιάλτης του. Οι πρόκριτοι θα αποσυρθούν για να «οικονομήσουνε» το πράγμα, να συσκεφθούν, να οργανωθούνε εσπευσμένα. Αν κάτι ξεκινήσει στο Μωρηά, αυτό θα πρέπει να είναι υπό τη δική τους καθοδήγηση και κανενός άλλου. Ο Παπαφλέσας ωστόσο, δεν προτίθεται να κάτσει με τα χέρια σταυρωμένα.

Ωστόσο του στήνουν παγίδα, τον πιάνουν και τον κλείνουν στο μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου βάζοντας τους καλόγερους να τον φυλάνε. Όμως ο Παπαφλέσσας έπεισε τους φρουρούς του να τον αφήσουν. Έτσι ο «τρελλόπαπας» κατάφερε να ξεφύγει παίρνοντας μαζί του και μερικούς από τους  φρουρούς του.

Γύρισε όλο το Μοριά και με τη σύμφωνη γνώμη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Αναγνωσταρά, του Νικηταρά και του Καρατζά έστησαν το πρώτο στρατόπεδο του αγώνα έξω από την Καλαμάτα, στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Εκεί μεταφέρθηκε και το φορτίο με μπαρουτόβολα που είχε φτάσει με ένα καΐκι της Φιλικής από τη Σμύρνη και το είχαν βγάλει σε κάποια ακρογιαλιά.

Τα νέα μεταδίδονται σαν αστραπή, οι διαδόσεις γίνονται πιστευτές, αλλά ο Παπαφλέσας δεν εφησυχάζει. Το επαναστατικό δυναμικό οφείλει να ‘ναι ένοπλο- κι η Κλεφτουριά απ’ το Μωριά έχει εκλείψει απ’ το 1807. Ενόπλους βρίσκει κάποιος μονάχα στη δούλεψη των προεστών. Μια σφήνα του χρειάζεται, ν’ ασκήσει πίεση, να διαρρηχθεί πατόκορφα το σώμα της παραδοσιακής μωραΐτικης ιεραρχίας. Και θα την βρει- στις οικογένειες των Δεληγιανναίων και των Παπατσωναίων.

Οι Δεληγιανναίοι υπήρξαν απηνείς διώκτες της Κλεφτουριάς και είχαν πρωτοστατήσει στην εκρίζωσή της το 1807, με αφορμή υπερβάσεις και ασχήμιες του Γιάννη «Ζορμπά» Κολοκοτρώνη. Ο καιρός ωστόσο, έχει αλλάξει και ένας νέος βλαστός της οικογένειας, ο Κανέλλος Δεληγιάννης, καίγεται να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα του απ’ τους Οθωμανούς το 1816. Ο τοίχος με το αίμα απ’ το κομμένο του κεφάλι, διατηρείται επιμελώς ακαθάριστος επί δεκαετίες. Ο Παπαφλέσσας ξέρει πώς θα του μιλήσει.

Μένει ακόμα ένα κέντρο ισχύος – η Μάνη. Για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωσή της οι Τούρκοι, διατηρούσανε κλεισμένους στο Πατριαρχείο, δύο μέλη της οικογένειας του Έλληνα Μπέη της, που στην προκείμενη περίπτωση, ήτανε ο Πέτρος Μαυρομιχάλης. Ο Παπαφλέσας, θα δώσει εντολή να απελευθερωθούν κρυφά. Έπειτα συναντά τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στις Κιτριές και προκειμένου να κάμψει του δυσταγμούς του του υπόσχεται μεταπελευθερωτικά την ηγεμονία της Πελοποννήσου.

Τέλος, ο ίδιος θα γνωρίσει και τον οπλαρχηγό Νικόλαο Χριστοδούλου «Σολιώτη», τον οποίον «εύρεν κατηχημένον και ητοιμασμένον καθ’ όλα, έξυπνον και επιδέξιον, πνέοντα εκδίκησιν κατά των Τούρκων και ενθουσιάζοντα τον Φλέσαν να κάμη αρχήν εις εκείνα τα μέρη, δια να ενοχοποιηθή ολόκληρος η Επαρχία των Καλαβρύτων και ούτω να κοπούν οι σχέσεις των Τούρκων και των Ελλήνων». 

Κατ’ εντολήν του Παπαφλέσσα, ακριβώς για την εμπλοκή των διστακτικών, ο Σολιώτης θα σκοτώσει τους πρώτους Τούρκους στο Αγρίδι των Καλαβρύτων στις 14 Μαρτίου του ‘21. Αυτή είναι και η πρώτη επαναστατική ενέργεια. Οι φόνοι έπρεπε να είναι «ειδεχθείς», ακριβώς για να μην υπάρχει επιστροφή. Και ήσαν φόνοι αόπλων ταχυδρόμων.

Μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες, το φυτίλι που άναψε ο Παπαφλέσας στη Βοστίτσα, φωτίζει καιόμενο ολόκληρη την Πελοπόννησο. Το πρώτο αίμα, χύνεται ωστόσο προβοκατόρικα, προκειμένου να εμπλακούν και οι διστακτικοί, που δεν είναι λίγοι. Ακόμη και οι περισσότερο «συνεσταλμένοι» άρχισαν να κάμπτονται, αφού πια δεν ήταν σε θέση να αναβάλουν ούτε να αποτρέψουν της Επανάσταση.

Με τα ψέματά του κατάφερε να ξεκινήσει την Επανασταση. Ο Παπαφλέσσας έρχεται σε επαφή με τους Κολοκοτρώνη και Νικηταρά, μοιράζει μικρούς και μεγάλους στρατιωτικούς βαθμούς σε σημαντικούς οπλοφόρους με εντολή να μαζέψουν και να εξοπλίσουν χωρικούς.

Πότε ως επικεφαλής στρατιωτικών αποσπασμάτων, πότε στο πλάι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πότε με τον Δημήτριο Υψηλάντη, πολεμούσε παράτολμα όπου υπήρχε μάχη. Βρίσκεται παντού, εμψυχώνει, διεγείρει τις ψυχές, μαζεύει στρατό κι είναι ο ίδιος αρχηγός δικού του σώματος. Διακρίνεται για την ανδρεία του σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο και στην Αρκαδία, έχοντας ως ορμητήριο τη μονή της Ρεκίτσας κοντά στο Διρράχι. Κι από δω αρχίζει τη δράση του με φοβερή ταχύτητα. Μια από της μάχες αυτές είναι και η μάχη στα Δερβενάκια, όπου μαζί με τον Νικηταρά και τον Υψηλάντη είχαν οριστεί από τον Κολοκοτρώνη να κρατήσουν το Αγιονόρι. Στο τέλος της μάχης όταν μοιράστηκαν τα λάφυρα ο Παπαφλέσσας πήρε την πολύτιμη γούνα του Τοπάλ πασά, την οποία από τότε δεν έβγαλε ποτέ μέχρι το τέλος της ζωής του. 

Στις 23 Μαρτίου εισέρχεται με το σώμα του και με άλλους οπλαρχηγούς υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στην Καλαμάτα. Μετά κινήθηκε στην Ανδρίτσαινα, στην Καρύταινα, στα Βέρβαινα, στο Άργος, όπου πήγε προς ενίσχυση των πολιορκημένων Ελλήνων του κάστρου με 15 άνδρες και τέλος στην Κόρινθο για να ανακόψει τις τουρκικές δυνάμεις που κινούνταν προς τα εκεί επειδή ο Μουσταφά μπέης έκαιγε τα χωριά απ’ όπου περνούσε, ο Δικαίος διέταξε «για αντίποινα να πυρπολύσουν –αρχές Μαΐου-τα ονομαστά σεράγια του Κιαμήλ μπέη καθώς και τα τουρκικά σπίτια της Κορίνθου».

Τον Ιούλιο προσπαθεί να ανακόψει την πορεία του Ομέρ Βρυώνη στα Μεγάλα Δερβένια της Μεγαρίδος και τον Δεκέμβριο βρίσκεται στην Κορινθία όταν οι Τούρκοι παρέδωσαν την Ακροκόρινθο, ενώ συμμετέχει ως πληρεξούσιος στην A’ Εθνοσυνέλευση και εκλέγεται γερουσιαστής και αντιπρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας.

Το σαράκι της πολιτικής τον κατατρώει, όπως και της πολεμικής δόξας. Χτυπάνε τον Δράμαλη με τον Κολοκοτρώνη στο Μαλανδρινό και με τον Δημήτριο Υψηλάντη στον Αγιο Σώστη και στο Αγιονόρι (Ιούλιος 1822).

Παίρνει μέρος στη Β’ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος Κυνουρίας και στις 27 Απριλίου διορίζεται υπουργός Εσωτερικών (ακολουθεί τον Ιούλιο και διορισμός του ως υπουργού Αστυνομίας, πόστο που κρατάει για λίγο) στην κυβέρνηση Κουντουριώτη.

Στη διάρκεια της υπουργίας του εκτελεί εντολή της κυβέρνησης να συντάξει εγκύκλιο (9.6.1823)  «προς τους Έλληνας της Δυτικής Εκκλησίας», αποβλέποντας κυρίως στους πάνω από 10.000 των Κυκλάδων, που δίσταζαν όχι μόνο να πολεμήσουν στην Επανάσταση, αλλά και να πληρώσουν φόρους στην ελληνική Αρχή, έχοντας αντιμετωπίσει στο παρελθόν το μίσος και τις προσβολές των Ορθοδόξων.

Ωστόσο ο αγωνιστής Κανέλλος Δεληγιάννης, έλεγε χαρακτηριστικά: «Ο Παπαφλέσσας, ένεκα της ασελγείας και της θηλυμανίας του κατήντησε το κατάστημα του υπουργείου του πορνοστάσιον και εσύναξεν όλους τους ασώτους και μπιριμπάντας και έπραττεν εις τους δυστυχείς κατοίκους τα μεγαλύτερα ανοσιουργήματα». 

Μινίστρος πια, ο Παπαφλέσσας συμμετέχει ενεργά στον εμφύλιο. Αρχικά συντάσσεται με τη μερίδα του Κολοκοτρώνη, σύντομα όμως περνά με εκείνη των προκρίτων και των Φαναριωτών και είναι πολλοί εκείνοι που του χρεώνουν τη δίωξη και τη φυλάκιση του Κολοκοτρώνη και των στρατιωτικών της Πελοποννήσου. Μια θύελλα αντιφάσεων και αντιθέσεων η ζωή του και η δράση του.

Ήταν η περίοδος κατά την οποία οι Ρουμελιώτες εισέβαλαν στον Μοριά και κατεδίωξαν τους οπλαρχηγούς του, έκαψαν, έκλεψαν γυναίκες, κατέστρεψαν και δημιούργησαν μεγάλο ζήτημα στην επαναστατημένη Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο σύντροφός του, τότε, Ιωάννης Μακρυγιάννης, τον στολίζει κανονικά για την εκστρατεία και σύλληψη του «αντάρτη» Κολοκοτρώνη και των λοιπών καπεταναίων του Μοριά. Είναι χαρακτηριστικά όσα γράφει στον τόμο Α΄ σελίδα 216, στα «Απομνημονέυματα» των εκδόσεων Βαγιονάκη (1947): «Ο Παπαφλέσσας πήρε μίαν γυναίκα μ’ ένα ντέφι και έναν με βιολί και πήγαμε εις το Λιοντάρι…Και τον γενναίον Παπαφλέσσα όπου εγλένταγε με ταις γυναίκες και τα λαλούμενα…Γύρευε τις επιδέξες (δηλαδή πόρνες)…έζη ως σατράπης με τρυφάς και αναπαύσεις…». Ο Παπαφλέσσας, λοιπόν, ως υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Κουντουριώτη, συνέλαβε και φυλάκισε τον Κολοκοτρώνη στην Ύδρα! Αυτό ήταν το μεγαλύτερο στίγμα που ακολουθούσε τη ζωή του.

Ο αγωνιστής Ολιβιέ Voutier («Mémoires du colonel Voutier sur la guerre actuelle des Grecs»-Παρίσι, 1823), μαρτυρεί: «O αρχιμανδρίτης Παπαφλέσσας που πολλές φορές είχαμε επισημάνει στο χαρακτήρα του την αναίδεια, την πανουργία και την αδυναμία του για την πολυτέλεια, ήταν ξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα λαμπροφορεμένος σαν σουλτάνος. Το κεφάλι του στόλιζε ένα πλουσιοκεντημένο φέσι κι’ένα πελώριο χρωματιστό σάλι».  

Ο Ιταλός φιλέλληνας και λόγιος δημοσιογράφος Ιωσήφ Πέκιο, στον οποίο το φιλελληνικό Κομιτάτο της Αγγλίας του είχε αναθέσει να παρακολουθήσει τη διαχείρηση του δανείου προς την ελληνική διοίκηση, βρέθηκε έτσι στα 1825 στην Ελλάδα και έγραψε (‘Η Ελλάς κατά το έαρ του 1825’): «…ήτο από τους ενθουσιωδέστερους αποστόλους της Επαναστάσεως. Δεν κατόρθωσε όμως να διατηρηθεί αγνός από την διαφθοράν και ευωχείτο εν μέσω της δυστυχίας της πατρίδος του…Έζη μέσα εις πολυάριθμον χαρέμι….Τον συνήντησα μεταξύ Άργους και Τριπόλεως, ενώ εταξίδευε προπορευομένου του χαρεμίου του, δυο τσιμπουκοφόρων και με την πομπήν Πασσά» (Περ. «Τότε», τ.13).

Τον Φεβρουάριο του 1825 τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ πασά αποβιβάζονται στον Μόριά. Ο Παπαφλέσσας αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο και ζητάει από την κυβέρνηση να λευτερώσει τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους στρατιωτικούς. Η πρότασή του απορρίφθηκε. Μάνιασε. Ανέβηκε στο βήμα της Βουλής κι ανήγγειλε ότι θα μαζέψει 10.000 οπλοφόρους, θα αφήσει το Ναύπλιο και θα κατευθυνθεί προς την Τριπολιτσά και εν συνεχεία προς τη Μεσσηνία με σκοπό να αναμετρηθεί με τη στρατιά του Ιμπραήμ, η οποία ήταν εκπαιδευμένη από Γάλλους αξιωματικούς που είχαν πλούσια στρατιωτική εμπειρία από τους Ναπολεόντειους Πολέμους(1803-15). Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ή θα πεθάνει ή θα νικήσει. Αν όμως, τα κατάφερνε, υποσχέθηκε να γυρίσει με τον στρατό του και να απελευθερώσει ο ίδιος τους φυλακισμένους.

Ο Παπαφλέσσας δεν ήλπιζε να ανακόψει την πορεία του Ιμπραήμ. Ήθελε μόνον να τον απασχολήσει προς στιγμήν για να δώσει καιρό στα πολυπληθή γυναικόπαιδα να αποφύγουν την λύσσα του Αιγύπτιου πασά. Επέλεξε να θυσιασθεί ο ίδιος μέχρις ότου τα γυναικόπαιδα και οι γέροντες να περισωθούν στα ορεινά μέρη της Πελοποννήσου. Παρέμεινε αγέχωρος ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι με 800 εκλεκτούς και υπέστη την ορμή και την μανία των 6.000 πεζών στρατιωτών και ιππέων του Ιμπραήμ πασά. Μέχρι του θανάτου αυτού επολέμησε ως ήρωας και εθυσιάσθη ως μάρτυς Χριστού.

Πιάνει με τους άντρες του -άλλοι τους υπολογίζουν σε 300, για να κάνουν την αντιπαραβολή με τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, άλλοι σε 600 και άλλοι πάλι τους φτάνουν σε 1.000- τρεις λόφους σε κλιμακωτή διάταξη. Λαμβάνει μια επιστολή από τον αδερφό του Νικήτα από τη Φουρτζάλα που βρισκόταν με την οποία τον παρατηρούσε για την τοποθεσία που είχε επιλέξει να δώσει τη μάχη. Του πρότεινε να δοθεί η μάχη στη Μάνη και όχι στο Μανιάκι.

Ο Παπαφλέσσας του απάντησε ως εξής: «Νικήτα! Έλαβα την επιστολή σου και σε απάντηση σου λέω ότι δεν είμαι σαν και σένα και σαν τον κουμπάρο σου τον Κεφάλα, που τρέχετε από ράχη σε ράχη σαν τους Αϊ-Λιάδες. Εγώ άπαξ και ορκίστηκα να χύσω το αίμα μου για την Πατρίδα το κάνω και αυτή είναι η ώρα μου. Εύχομαι στο Θεό η πρώτη μπάλα του Ιμπραήμ να με πάρει στο κεφάλι γιατί σας γράφω να ταχύνετε τον ερχομό σας και εσείς μου γράφετε ανοησίες. Νικήτα! Πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αυτή, βάστα την να την διαβάζεις καμιά φορά, να με θυμάσαι και να κλαις». Πράγματι ήταν η τελευταία επιστολή. Ο Νικήτας μόλις την έλαβε έτρεξε κατά το Μανιάκι καθ΄ οδόν έμαθε το θλιβερό αποτέλεσμα της μάχης και επέστρεψε άπρακτος.

Ο ανιψιός του Ηλίας Φλέσσας και ο φίλος του Παναγιώτης Κεφάλας, τον συμβουλεύουν να πιάσουνε ψηλότερα στο βουνό απάνω, που έχουνε ήδη σταθεί οι περισσότεροι απ’ τους άντρες του. Η πρόταση αυτή, που ήταν δείγμα φόβου κι όχι στρατηγικής τακτικής φέρνει την αντίδραση του Παπαφλέσσα: «Εγώ δεν ήρθα εδώ για να μετρήσω τον στρατό του Ιμπραήμ απ’ τα ψηλώματα. Πρέπει οπωσδήποτε να τον κρατήσω εδώ, στο Μανιάκι, διότι μόνο έτσι θα γλυτώσει ο Μοριάς. Καθίστε όλοι εδώ να πεθάνουμε σαν αρχαίοι Έλληνες»

Δέκα ώρες κράτησε η μάχη στις 20 Μαΐου 1825, λίγοι από τους άντρες του Παπαφλέσσα επέζησαν.

Ταμπούρια Παπαφλέσσα. Τόπος ιερός, τόπος θυσίας ηρώων. Σ΄ αυτό το δέντρο ο Ιμπραήμ πασάς «έστησε» νεκρό τον Παπαφλέσσα και εξέφρασε το θαυμασμό του. Το σκίτσο είναι του Σταύρου Καλυβιώτη και έγινε για τις ανάγκες του βιβλίου «Βουφράδα» του Τάσου Αποστολόπουλου.

Μετά το τέλος της μάχης οι στρατιώτες του Ιμπραήμ ελαφυραγώγησαν τους σκοτωμένους και τους έκοψαν τα αυτιά για να τα παρουσιάσουν στον Ιμπραήμ και να πάρουν την προβλεπόμενη αμοιβή. Στη συνέχεια ο Ιμπραήμ πήγε στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα και αναζήτησε το νεκρό. Τον βρήκε χωρίς κεφάλι. Βεβαιώθηκε ότι είναι ο Παπαφλέσσας από τον αιχμαλωτισθέντα ψυχογιό του Παπαφλέσσα το Μιχάλη τον Σταϊκόπουλο από την Τρίπολη. Διέταξε να τον σηκώσουν να του δέσουν το κεφάλι στο λαιμό, να του πλύνουν τα αίματα από τα γένια και να τον στηρίξουν σε μια αγκορτσιά. Αφού έγιναν αυτά ο Ιμπραήμ στάθηκε μπροστά του ακίνητος και είπε: «Αλήθεια τούτος ήταν ικανός και γενναίος. Τέτοιοι είναι κρίμα να χάνονται» .Ο θρύλος λέει ότι ο Μπραΐμης φίλησε τον νεκρό αντίπαλό του. Στη συνέχεια παρέλασαν μπροστά του οι αξιωματικοί σε ένδειξη τιμής και θαυμασμού. Έπειτα ο Ιμπραήμ τουφέκισε τρεις φορές και επέστρεψε στο Σκάρμιγκα.

Η θυσία στο Μανιάκι έγινε σύμβολο για τον ελληνισμό. Είναι οι δεύτερες Θερμοπύλες. Το αίμα των ηρώων του Παπαφλέσσα πότισε το δέντρο της λευτεριάς που λίγους μήνες αργότερα απέδωσε καρπούς και η Ελλάδα ελευθερώθηκε από την πολύχρονη τυραννία.

Στον Παπαφλέσσα καταλογίζονται πάθη ασίγαστα, ότι παιζε και στα δυο ταμπλό, ότι, εκτός από φλογερός πατριώτης, μπορούσε άνετα να είναι και «φιλόδοξος, φίλαυτος, ταραχοποιός». Πολλοί του καταλογίζουν ότι προσπαθούσε να γυρίσει έτσι τα πράγματα, ώστε να γίνει αυτός ο ηγέτης της χώρας.

Όμως το ότι ήταν ο δημεγέρτης στην αρχή της Επανάστασης και το ότι θυσίασε τη ζωή του για την Ελευθερία της Ελλάδος, τον κατατάσσουν ανάμεσα στις σπουδαιότερες προσωπικότητες του Αγώνα.

Δεν ήταν γλυκομίλητος, δεν φαίνεται να ήταν καν θρήσκος, ήταν καθαρά μια βελτιωμένη εκδοχή του Ρασπούτιν, ένας παλληκαράς, γενναίος, ορμητικός, ψεύτης, ασυγκράτητος, ερωτύλος, τυχοδιώκτης,  δολοπλόκος, καλοπερασάκιας, γλεντζές, καβγατζής, φιλόδοξος και ασφαλώς πατριώτης, στο βαθμό που ένα μέρος από τα όνειρά του ήταν αναμφισβήτητα και η ίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού Κράτους, ιδέα για την οποία αυτοθυσιάστηκε, ξεπλένοντας έτσι πολλές από τις ντροπιαστικές συμπεριφορές του, αφού τον συγχωρεί και ο εχθρικός Δεληγιάννης με μεταθανάτια μεγαλοψυχία: «Ο ένδοξος αυτού θάνατος,  απέπλυνε όλους τους ρύπους του ιδιωτικού και πολιτικού του βίου και χρεωστεί η πατρίς να τον συγκατάξει και αυτόν μεταξύ των λοιπών ενδόξων …».

Επίλογος

Κρίνοντας εμείς εκ των υστέρων τα πράγματα, είναι εύκολο να βρίσκουμε οποιεσδήποτε αφορμές για κριτική των προσώπων εκείνων. Αν όμως μεταφερθούμε στη θέση τους, θα μπορέσουμε να εκτιμήσουμε πιο αντικειμενικά τις ενέργειές τους και να αποφύγουμε κάθε ιδεολογική θεώρηση ή χρήση της ιστορίας.

Είναι γνωστή, άλλωστε η απάντηση που έδωσε ο Γερμανός αργότερα στον Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, που του χλεύαζε τα γράμματα σαν αμαθή και παράλογα, συνιστώντας του να αναπαυθεί, γιατί δεν θα φέρει αποτέλεσμα: «Εγώ, αδελφέ, είχον και ανάπαυσιν και δόξαν και πλούτον, αρχιερατεύων εις τας λαμπράς Πάτρας εν καιρώ της εξουσίας των Τούρκων, αλλά κατεφρόνησα πάντων τούτων και προέκρινα μετά των λοιπών ομογενών κακουχίαν επ’ ελπίδι κοινής ωφελείας της πατρίδος, χωρίς να έχω ποτέ ιδιαιτέρως σκοπούς ιδιωφελείας».

*(« Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, σ.177) παραπέμποντας στον κληρικό και  Φιλικό Αμβρόσιο Φραντζή («Επίτομος Ιστορία της Αναγεννηθείσης Ελλάδος», τ. Δ΄, σ.93)  

**γράφει ο Κορδάτος στην Ιστορία του (τ.Χ,σ.178) παραπέμποντας στην Ιστορία του Φραντζή (τ. Α΄, 98-99), και στα Απομνημονεύματα του Γερμανού (σ.23) και του αγωνιστή του ‘21 Φωτάκου (σ.172-173).

Πηγές:

http://istorika-ntokoumenta.blogspot.com/2019/03/1821.html  Του Παναγιώτη Φρούντζου, Δημοσιογράφου – “Αιρετικά”

https://kastropolites.com/%CE%B4%CF%85%CE%BF-%CE%B8%CF%81%CF%85%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%B5%CF%83-%CE%B1%CE%B3%CF%89%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B5%CF%83-%CE%BC%CE%BF%CF%81%CF%86%CE%B5%CF%83-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B3/

https://www.in.gr/2020/03/26/plus/features/mia-agnosti-istoria-gia-ton-palaion-patron-germano/

https://www.in.gr/2019/05/30/plus/features/o-palaion-patron-germanos-kai-o-thrylos-tis-agias-layras/

https://www.imerodromos.gr/tris-mythi-gia-tin-25i-martiou-tin-agia-lavra-ke-ton-rolo-tou-paleon-patron-germanou/

https://www.sansimera.gr/biographies/1587

https://www.impantokratoros.gr/palaion-patron-germanos.el.aspx

https://www.in.gr/2020/11/10/plus/istoriko-arxeio/papaflessas-drasi-tou-anypotaktou-ierea-prin-tin-epanastasi-tou-1821/

https://homouniversalisgr.blogspot.com/2013/09/1821.html?m=1

http://www.historyreport.gr/index.php/%CE%A0%CF%81%CF%8C%CF%83%CF%89%CF%80%CE%B1/2381-2012-09-05-09-53-20

https://www.imerodromos.gr/tris-mythi-gia-tin-25i-martiou-tin-agia-lavra-ke-ton-rolo-tou-paleon-patron-germanou/

https://www.drakopouliada.gr/%ce%bf%ce%b9-%cf%83%cf%85%ce%bd%ce%b5%cf%83%cf%84%ce%b1%ce%bb%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%ce%b9-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%80%ce%b1%ce%bb%ce%b1%ce%b9%cf%8e%ce%bd-%cf%80%ce%b1%cf%84%cf%81%cf%8e/

https://www.kalavrytanews.com/2015/03/diakirixh-palaion-patron-germanoy-agia-layra.html?fbclid=IwAR2kRc5IKlOBo3ZCpdrcWc7B0hOuo-lmZ58LYfIVCpUbgqGYolCC05gr4U0#.XnhWznWOTmg.facebook

https://www.sansimera.gr/articles/608

https://www.imerodromos.gr/tris-mythi-gia-tin-25i-martiou-tin-agia-lavra-ke-ton-rolo-tou-paleon-patron-germanou/ 

https://www.pronews.gr/istoria/267274_papaflessas-o-mpoyrlotieris-ton-psyhon

http://www.apostolopoulos-tasos.gr/vlasi/axiothe/maniaki.html

https://roides.wordpress.com/2019/03/24/24mar19-2/ 

https://www.pronews.gr/istoria/182079_san-simera-skotothike-san-ton-leonida-o-papaflessas-sto-maniaki

https://www.newspepper.gr/plisiazontas-stin-25i-martiou-enas-mallon-agnostos-kavgas-tou-kolokotroni-me-ton-papaflessa/

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD_%CE%A0%CE%B1%CF%84%CF%81%CF%8E%CE%BD_%CE%93%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CF%82_%CE%93%CE%84

https://geetha.mil.gr/wp-content/uploads/2019/11/papaflesas.pdf

https://www.politeianet.gr/books/9789603029977-melas-spuros-adelfoi-blassi-matomena-rasa-223037

 
Share

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *