Χήρα

Κοινωνία

Η πομπή ανέβαινε αργά μέσα από τα δρομάκια του νεκροταφείου της Ανθούπολης. Μπροστά πήγαινε η μπάντα του Δήμου Πατρέων παίζοντας πένθιμα εμβατήρια. Ακολουθούσε το φέρετρο με το νεκρό, η χήρα του και πιο πίσω τα παιδιά του, οι λοιποί συγγενείς, οι φίλοι και οι γνωστοί.

Η χήρα προχωρούσε ακριβώς πίσω από το φέρετρο. Φορούσε ένα μαύρο ολόσωμο φουστάνι που άφηνε ανοιχτό το λαιμό της. Τα καστανόξανθα μαλλιά της  καλοχτενισμένα έφταναν μέχρι τους ώμους της. Το βήμα της ήταν σταθερό αλλά το βλέμμα της παγωμένο και απόμακρο.

Περπατούσε χωρίς να έχει κανέναν δίπλα της και χωρίς να συμμετέχει στους θρήνους που ακουγόντουσαν από την υπόλοιπη οικογένεια. Και όσο περπατούσε περνούσαν από το μυαλό της όλη η κοινή της ζωή με τον νεκρό πλέον άντρας της. Από τη πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν.

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων του 1955 και είχε κανονίσει με τη παρέα της να παρακολουθήσουν μια θεατρική παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Απόλλων, στη πλατεία Γεωργίου.

Ο καιρός ήταν απρόσμενα καλός για την εποχή. Έφτασαν λίγη ώρα πριν ξεκινήσει η παράσταση και μπήκαν στο φουαγιέ συζητώντας. Τότε, ένιωσε ένα βλέμμα πάνω της. Κοίταξε γύρω της απορημένη και αμέσως τον είδε. Στεκόταν μαζί με κάποιους άλλους που του μιλούσαν. Αλλά μάλλον δεν τους άκουγε. Γιατί τα μάτια του, ήταν καρφωμένα πάνω της. Την κοιτούσε επίμονα, διεισδυτικά. Και δεν  ήταν ένα απλό κοίταγμα…

Άφησε τους συνομιλητές τους και κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Τη κοίταξε μέσα στα μάτια και αυτή ένιωσε το βλέμμα του να χώνεται στα πιο κρυφά σημεία του μυαλού της. Της χαμογέλασε, έσκυψε για να της κάνει χειροφίλημα και της είπε: “γοητευμένος”. Αμέσως μετά γύρισε την πλάτη του και την εγκατέλειψε, χωρίς να συστηθεί ή να της μιλήσει περαιτέρω.

Σαν στήλη άλατος είχε μείνει. Το σούσουρο ήδη είχε ξεσπάσει γύρω της. Αυτός ήταν γύρω στα 65, χήρος, επιτυχημένος επιχειρηματίας,  μεγάλο όνομα της τοπικής κοινωνίας, γνωστός για την περιουσία του αλλά και για τις κατακτήσεις του.

Αυτή, ζωντοχήρα, πατημένα 38, ψηλή, όμορφη και από οικογένεια με καλό όνομα που είχε τον τρόπο της. Είχε παντρευτεί στα 25 της, με δική της επιμονή και παρά της αντιρρήσεις των δικών της. Ωστόσο όταν λίγους μήνες μετά όταν κατάλαβε ότι ο γάμος αυτός ήταν ένα τεράστιο σφάλμα, δεν δίστασε να τον διαλύσει και να γυρίσει στο πατρικό της. Έκτοτε ζούσε τη ζωή της ανέμελά και αρνιόταν πεισματικά να ξαναπαντρευτεί, μιας και οι προτάσεις δεν της έλειπαν.

Τη ξαναπλησίασε στο διάλλειμα. Αυτή τη φορά ήταν ομιλητικότατος. Δεν δίστασε να ανταποκριθεί στο φλερτ του. Παρόλο που ήταν πολύ μεγαλύτερος της, ο δυναμισμός του ήταν κάτι το ασύλληπτο. Δέχτηκε να φύγουν μαζί μετά την παράσταση, αφήνοντας και οι δύο πίσω τις παρέες τους.

Εκείνο το πρώτο βράδυ έγινε δική του. Χωρίς κανένα δισταγμό. Ακολούθησαν βόλτες, ρομαντικά δείπνα, πολύωρες συζητήσεις, λουλούδια που της έστελνε σχεδόν κάθε μέρα και μόλις δύο περίπου μήνες μετά, η πρόταση γάμου.

Την οποία και επίσης αποδέχτηκε χωρίς κανένα δισταγμό. Οι δικοί της δεν έφεραν καμιά αντίρρηση. Προσδοκούσαν βλέπεις συνεταιρισμούς και οφέλη. Και οι δικοί του; Οι δικοί του, όπως της είχε περιγράψει, είχαν εναντιωθεί όσο μπορούσαν.

-“Μα τι πας να κάνεις, ξέρεις πόσο χρονών είσαι;” του αντέτεινε η κόρη του. “Και πολύ καλά μάλιστα”, της απάντησε, “εσύ μήπως θυμάσαι πόσο χρονών είμαι; ”

-“Μα, σε θέλει για τα λεφτά σου”, φώναξε σχεδόν υστερικά ο δεύτερος του γιος, το στερνοπαίδι του. “Καλά κάνει”, του ρθε η αποστομωτική απάντηση.

-“Πατέρα”, προσπάθησε να επέμβει, ο μεγάλος του γιος, είσαι 65 χρονών, έχεις καρδιά και τη γνωρίζεις τόσο λίγο. Ίσως θα έπρεπε να περιμένεις λίγο”.

Τους χαμογέλαγε γενναιόδωρα. Οι λέξεις βγήκαν από το στόμα του αργά-αργά. Και ο τόνος ήταν σφυριχτός. Σαν να ακόνισες το ατσάλι.

“Εδώ και 25 χρόνια που έχασα τη μάνα σας δεν μπήκε καμιά μέσα στο σπίτι.  Πάλεψα μόνος μου, πατέρας και μάνα μαζί να μη σας λείψει τίποτα. Σας μεγάλωσα στα πούπουλα, με γκουβερνάντες και υπηρέτριες. Σας έστειλα στα καλύτερα σχολεία και σας έφτιαξα τις δικές σας δουλείες. Και σαν ήρθε η ώρα να παντρευτείτε, δε σας έκανα έλεγχο και κουμάντο. Έτσι λοιπόν δε θα μου κάνετε και σεις τώρα. Και στο κάτω-κάτω και σεις και τα παιδιά σας είστε εξασφαλισμένοι. Ή μήπως θα με κοιτάξετε όταν έρθει η ώρα μου; Γιατί από όσο βλέπω, με θυμόσαστε μόνο, όταν με έχετε ανάγκη.”

Δεν τόλμησαν να του φέρουν άλλες αντιρρήσεις. Και έκτοτε κράτησαν τις αποστάσεις τους από αυτήν. Αυτόν τον έβλεπαν μόνο στο γραφείο του.

Το σκάνδαλο που ξέσπασε όμως μόλις μαθεύτηκε το ειδύλλιο και ο γάμος ήταν τεράστιο. Και αν μπορούσαν να τη λιθοβολήσουν θα το έκαναν. Φίλοι και γνωστοί απομακρύνθηκαν. Και τη θέση τους πήραν άπειροι καλοθελητές που δεν παρέλειπαν να της προσκομίζουν τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν.

“…Για τα λεφτά του, τον τύλιξε, ποιος ξέρει θα του κανε και μάγια, μπα και δεν της φαινότανε, μα πως τα κατάφερε, εδώ δεν τα κατάφεραν άλλες και άλλες…”

Έκλεισε τα αυτιά της σε όλα αυτά. Άλλωστε τα περίμενε. Μόνο που καμιά φορά την έπιανε παράπονο. “Μα κανείς δεν σκέφτεται ότι και η δική μου οικογένεια έχει χρήματα; Μα κανείς δεν σκέφτεται ότι δεν είχα ανάγκη να παντρευτώ; Μα κανείς δεν σκέφτεται ότι μπορεί κάτι να νιώθω για αυτόν τον άνθρωπο;”

Αυτός τότε έβλεπε το βλέμμα της, καταλάβαινε τη σκέψη της και της έπιανε στο χέρι ψιθυρίζοντας : “μη σε νοιάζει τι λένε οι άλλοι, μόνο να σε νοιάζει τι αισθάνομαι εγώ για σένα και τι εσύ για μένα…”

Η ζωή τους κύλισε γρήγορα, όχι πάντα χωρίς προβλήματα. Βλέπεις η καρδιά του ήταν σε τέτοια κατάσταση που τον ανάγκασε πολλές φορές να ταξιδέψει στην Αθήνα και να νοσηλευτεί. Και αυτή, να μη λείπει από δίπλα του και να προσεύχεται με όλη τη δύναμη της ψυχής της.

Είχαν περάσει δέκα περίπου χρόνια. Εκείνο το απόγευμα έκαναν την βόλτα τους στη προκυμαία του Αγίου Νικολάου. Κρατιόντουσαν χέρι-χέρι περπατώντας σαν έφηβοι, όταν της έσφιξε τη παλάμη με δύναμη. Τον κοίταξε ξαφνιασμένη και τον είδε απλώνει το χέρι του στη καρδιά του κα να λυγίζει.

Στις κραυγές της έτρεξαν όλοι όσοι ήταν εκεί γύρω. Και το ασθενοφόρο ήρθε πολύ γρήγορα. Αλλά…

Η κηδεία κανονίστηκε για την μεθεπόμενη. Όμως με απαίτηση των παιδιών του, που καθόντουσαν σε αναμμένα κάρβουνα, αντίγραφο της διαθήκης του τους διαβάστηκε, την αμέσως επόμενη μέρα.

Καταστήματα και σπίτια στο κέντρο και στη συνοικία της πόλης, κτήματα, χωράφια, καλλιέργειες και κοπάδια στην Οβριά, στην Αγυιά, στο Καστρίτσι, στο Αίγιο, μετοχές στην Achaia Claus, στου Λαδόπουλου, στην Πειραϊκή Πατραϊκή, στο Αστικό Κτελ, καταθέσεις, ομόλογα και χρυσές λίρες σε τράπεζες. Η περιουσία του έφτανε σε ύψος ασύλληπτο, που κανείς δεν γνώριζε. Ούτε η ίδια ούτε τα παιδιά του. Και τα άφηνε όλα σε αυτήν, ευχαριστώντας την για την αγάπη που του έδωσε και για όσα πέρασε για αυτόν…

Με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης της διαθήκης από τον συμβολαιογράφο και μπροστά στα αμήχανα μάτια του, τα παιδιά του πετάχτηκαν έξαλλα όρθια.

-“Για αυτό τον τύλιξες, ελπίζω τώρα να είσαι ευχαριστημένη”,  σφύριξε μέσα από τα δόντια του, η μεγάλος του γιος.

-“Σκρόφα μας άφησες στον δρόμο” ούρλιαξε υστερικά η κόρη του.

-“Παλιοπουτάνα, πέτυχες το σκοπό σου, τσίριξε ο μικρός του γιος.

-“Δε θα σε αφήσουμε έτσι. Θα ζητήσουμε την ακύρωση της διαθήκης. Και ακόμα και αυτό αν δεν πετύχουμε, θα ζητήσουμε την ακύρωση του γάμου. Θα σε καταστρέψουμε”, συνέχισε ο μεγάλος του γιος.

Έμεινε ακίνητη στη θέση της. Δεν την ενδιέφερε τίποτα από όσα άκουγε. Τους κοίταξε κουρασμένα και τους είπε κάτι που τους άφησε άναυδους. “Σας παραχωρώ τα πάντα. Το μόνο που θα κρατήσω είναι το σπίτι που ζήσαμε μαζί, στα Ψιλά Αλώνια”.

Τέτοια εύκολη νίκη, κανείς τους δεν την περίμενε.

Η νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε στην την επόμενη μέρα στο Ναό του Αγίου Ανδρέα και την παρακολούθησε σχεδόν η μισή πόλη. Επίσημοι, συνεργάτες και υπάλληλοι του, απλός λαός που είχε τη περιέργεια να δει την οικογένεια του νεκρού.

Και σαν έφτασε η ώρα να περάσουν για να συλλυπηθούν αυτήν και τα παιδιά του που καθόντουσαν δίπλα-δίπλα, δεν ήταν λίγοι αυτοί που πρόσεξαν την άκαμπτη στάση του σώματος της και το απλανές βλέμμα της.

Ένας από τους ανθρώπους που είχε και αυτός την περιέργεια να τη δει από κοντά, μόλις έπιασε το χέρι της, κατάλαβε ότι αυτό έκαιγε. Τη κοίταξε στα μάτια και κατάλαβε πόσο λάθος σκεφτόταν για αυτή τη γυναίκα τόσα χρόνια. Σκέψεις που δημιουργούσαν οι διαδώσεις και τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν.

Της απεύθυνε το λόγο δειλά : ”θα ήθελε να είστε δυνατή τέτοια ώρα. Συλλυπητήρια…”

Το βλέμμα της σαν να ζωντάνεψε για λίγο. Τον κοίταξε και του απάντησε, κρύβοντας με δυσκολία ένα λυγμό : “το έλεγε ο Ανδρέας, όταν πεθάνω θα σε δεχτούν…”

Η πομπή είχε φτάσει πια στο μνήμα. Ο παπάς διάβασε τα τελευταία λόγια και το φέρετρο τοποθετήθηκε στη θέση του. Τα κλάματα και οι οδυρμοί παιδιών και εγγονιών έσκιζαν τον αέρα. Μόνο η χήρα έμενε ακίνητη, με το βλέμμα παγωμένο και απόμακρο…

Γιώργης Ταξιδευτής

Share

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *