Εκείνο το βράδυ ο Παναγιώτης την έκανε για πρώτη φορά δικιά του. Και όπως τα χείλη του ακουμπούσαν τα χείλη της και το σώμα του πάλευε με το δικό της, ο πόθος του δεν έσβησε, άλλα φούντωσε περισσότερο. Ένιωθε σα τη τρικυμισμένη θάλασσα που έσκαγε πάνω σε βράχια και γυρνούσε ακόμα πιοδυνατή για να ξανασκάσει. Η φλόγα που τον έκαιγε τόσο καιρό τώρα αντί να κοπάσει, δυνάμωσε ξαφνικά, απότομα και έκαιγε κάθε σπιθαμή του κορμιού και της ψυχής του. Αλίμονο το βλεπε και ο ίδιος ότι, από αυτό που ζούσε δε θα μπορούσε να ξεφύγει ποτέ, σε τούτη τη ζωή. Ήταν πάνω και πέρα από τις δυνάμεις του. Καθώς φιλούσε το παρθενικό της λαιμό, η ένταση καθρεφτιζόταν στα μάτια του με τόση δύναμη που η Βάσω τρόμαξε. Αυτός ο άνθρωπος, ο άντρας της τώρα πια, ένιωθε πράγματι για αυτή τόσο μεγάλα πράγματα που δεν θα μπορούσε ποτέ να του τα ανταποδώσει.
Ωστόσο αφέθηκε στα έμπειρα χέρια του και έζησε τη πρώτη της νύχτα μαζί του, με όση δύναμη είχε το είναι της. Τόση δύναμη όμως που για τον Παναγιώτη δεν ήταν αρκετή. Και όταν το ξημέρωμα τους βρήκε αγκαλιά αποκαμωμένους, ο Παναγιώτης της ψέλλισε –και αν έγινες δική μου, δική μου δεν είσαι. Και αν τα μάτια μου δουν ότι κοίταξες άλλον ή ότι σε κοίταξε άλλος, πρώτα θα σε σκοτώσω και μετά θα σκοτωθώ… Η πομπή προχωρούσε αργά ανεβαίνοντας την Μαράτου με κατεύθυνση το νεκροταφείο της Ανθούπολης. Το φέρετρο το κρατούσαν τα αδέλφια του πεθαμένου και πίσω ακολουθούσε η μάνα του και κόσμος πολύς, συγγενείς και φίλοι. Η Αλεξάνδρα πρώτη στη πομπή προχωρούσε σχεδόν αγέρωχη. Κάποια μικρά ασταθή βήματα εδώ και κει και το κέρινο πρόσωπο της, πρόδιναν στιγμές-στιγμές το τι ένιωθε μέσα της. Η Βάσω από ώρα είχε σταθεί στη πόρτα του σπιτιού της και περίμενε. Σαν είδε τη πομπή γύρισε στην αδελφή της την Νικολίτσα και της είπε –δώσε μου από το καλόγερο τη ζακέτα σου που είναι κρεμασμένη –έμπα μέσα δεν είναι σωστό αυτό που πας να κάνεις, της ανταπάντησε η αδελφή της. –μωρέ είναι δεν είναι, εγώ θα τη φορέσω. Άπλωσε το χέρι της πήρε μόνη της τη κόκκινη ζακέτα της αδελφής της τη φόρεσε, έβγαλε από μια τσέπη της και ένα κόκκινο μανό που βρήκε, στάθηκε στην κεφαλόσκαλο και άρχισε να βάφει να νύχια της αργά και επιδεικτικά.
Η Νικολίτσα την τράβαγε από το μπράτσο για να τη βάλει μέσα στο σπίτι. –Βάσω παλάβωσες τελείως, άντρας σου ήτανε στο κάτω-κάτω και ας χωρίσατε, έμπα μέσα τι ρεζιλίκια πράγματα είναι αυτά. –χάρε, χαρά που μου φέρες και λύπη που μου παίρνεις, ήταν η απάντηση της Βάσως και στύλωσε τα πόδια με λύσσα, μένοντας ακίνητη για να τη δουν όλοι που πανηγύρισε. Και πράγματι την είδαν. Και είδαν και στα μάτια της το άσβεστο μίσος για τον Παναγιώτη που δεν έλεγε να κοπάσει ούτε με το θάνατο του. Και αν δεν ήταν τόσος κόσμος μαζί τα αδέλφια του θα της είχαν επιτεθεί και θα τη σκότωναν. Ψιθύρισαν μονάχα καθώς περπατούσαν αργά κρατώντας το φέρετρο βρισιές και έτριζαν τα δόντια τους. Για αυτήν, αυτή η νεκρώσιμη πομπή ήταν ο θρίαμβος της, η δικαιοσύνη της και τέτοια χαρά δε θα ξαναζούσε ούτε και θα την άλλαζε για τίποτα.Σαν έφτασαν στο νεκροταφείο ο παπάς διάβασε τα τελευταία λόγια πάνω από τον νεκρό και τα αδέλφια του σήκωσαν το φέρετρο και αργά-αργά το τοποθέτησαν στο μνήμα. Ήταν η μοναδική στιγμή που είδαν την Αλεξάνδρα να λυγίζει, να χάνει την ισορροπία της και να λιποθυμά. Ίσως γιατί τότε ήταν που συνειδητοποίησε ότι ο αγαπημένος της γιος είχε πεθάνει και δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ πια. Ίσως πάλι γιατί κατάλαβε, έστω και τότε, ότι σε όσα έγραψε η μοίρα, δικαίωμα να παρεμβαίνουμε δεν έχουμε και αν το κάνουμε, το αντίτιμο θα είναι ακριβό, θα πονέσει και θα ναι και για πάντα.
Γιώργης Ταξιδευτής.