Προσπάθησε πολύ να τον μεταπείσει. Προέβαλε κάθε επιχείρημα. Άλλωστε μια χαρά ζούσαν τη ζωή τους έτσι. Τι τους χρειαζόταν ένας γάμος; Από τη φύση της ήταν πνεύμα ανεξάρτητο. Όσα χρόνια θυμόταν τον εαυτό της, της άρεσε η διασκέδαση, η χαρά, η βόλτα. Όχι όμως και οι δεσμεύσεις. Ήταν επιλογή της λοιπόν, να μην παντρευτεί και να μη κάνει παιδί. Δεν ήταν αυτή για τέτοια.
Έτσι είχε επιλέξει και τη συχνή, συχνότατη για να λέμε την αλήθεια, εναλλαγή ερωτικών συντρόφων. Στο σπαθί της δεν σήκωνε μύγα. Αν κάτι της βρώμαγε, δεν δίσταζε χωρίς συζήτηση να δώσει μια κλωτσιά στη καρδάρα και να χύσει όλο το γάλα. Ακόμα και αν μερικές φορές, ήταν πολύτιμο για αυτήν.
Είχαν περάσει από τα χέρια της τα καλύτερα παιδιά. Κάποιοι κιόλας είχαν τον τρόπο τους. Και είχε απολαύσει μαζί τους τη ζωή της ξέφρενα. Όταν όμως έφτανε η στιγμή που κάθε γυναίκα περιμένει με αγωνία, και της ξεφούρνιζαν μπροστά στα μάτια της ένα μονόπετρο, τους άφηνε άναυδους, απορρίπτοντας τη πρόταση τους ξερά.
Αυτή τη φορά όμως ήταν αλλιώς. Δεν την είχε ερωτευτεί μόνο. Τον είχε ερωτευτεί και αυτή! Δεν ένιωθε ένα απλό ενδιαφέρον ή μια περιέργεια. Τον είχε ερωτευτεί. Ωστόσο το βήμα το φοβόταν. Ήξερε ότι η διάθεση της και τα συναισθήματα της αλλάζουν εύκολα, όπως εύκολα αλλάζει και ο καιρός. Αν λοιπόν έκανε το μεγάλο βήμα και μετά το μετάνιωνε, τότε οι συνέπειες θα ήταν ολέθριες. Και για αυτήν αλλά και για αυτόν, που καταλάβαινε πόσο την αγαπούσε.
Έτσι όταν άρχισε να της δείχνει φυλλάδια διαφημιστικών με διακοπές σε ονειρεμένους προορισμούς, προσπαθώντας να μαντέψει ποιο ήταν το όνειρο της για το γαμήλιο ταξίδι, τον αποθάρρυνε.
Και όταν με τα πολλά δεν κατόρθωσε να αποφύγει την πρόταση που δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται, προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη με όση δύναμη είχε. Του μίλησε για τα οικονομικά τους που ήταν άσχημα, για την δέσμευση που δεν ήταν έτοιμη να δεχτεί, για τους γονείς της που διαφωνούσαν (σε αυτό έλεγε ψέματα αλλά ο σκοπός αγιάζει τα μέσα λένε) και για πάρα πολλά ακόμα.
Ωστόσο αυτός ήταν ανένδοτος. Και όσο αυτή επέμενε στο όχι της, αυτός επέμενε στο δικό του. Ώσπου της δήλωσε απερίφραστα : “ή γάμος και μαζί ή το διαλύουμε. Σε θέλω γυναίκα μου, να περάσουμε όλη της ζωή μαζί και να γεράσουμε μαζί. Και θέλω να κάνω παιδιά μαζί σου”.
Πόσο τη τρόμαζε αυτό το “να περάσουμε όλη τη ζωή μαζί”. Όμως το δίλλημα ήταν μεγάλο. Ούτε να τον παντρευτεί ήθελε, ούτε και να τον χάσει. Έτσι αναγκάστηκε να βάλει σε λειτουργία όλη της τη γυναικεία ευστροφία. “Εντάξει, να παντρευτούμε”,, του απάντησε. Και βάλθηκε από κει και πέρα σε έναν ανέλπιδο αγώνα, να του βάζει προσκόμματα. Σκηνοθέτησε αδιαθεσίες, επαγγελματικά προβλήματα, αρρώστιες των δικών της. Αλλά αυτός τσίτωνε και άρχισαν οι καυγάδες. Δεν ήταν βλέπεις και χαζός. Ερωτευμένος ήταν σίγουρα αλλά χαζός όχι.
Κατόρθωσε να κερδίσει λίγο χρόνο. Όμως το πράγμα δεν τράβαγε άλλο. Έτσι αναγκάστηκε να συναινέσει στο κλείσιμο ημερομηνίας και εκκλησίας. Και όσο οι μέρες προχωρούσαν, τόσο η ψυχή της φουρτούνιαζε και το μυαλό της σκοτείνιαζε. Ήταν στο χείλος ενός γκρεμού και δε μπορούσε να σταματήσει την πτώση που ερχόταν.
Η μέρα του γάμου πλησίαζε και ενώ αυτός έπλεε σε πελάγη ευτυχίας, αυτή βυθιζόταν στην απελπισία. Δεν είχε τρόπο να σταματήσει το γάμο και ταυτόχρονα να τον κρατήσει στη ζωή της. Ανίκανη να διαχειριστή την ήττα της, άρχισε να τον μισεί! Μα γιατί όλοι θέλανε, όχι αυτό που ήταν αλλά αυτό που ήθελαν οι ίδιοι να είναι; Γιατί κανείς δεν την αποδεχόταν όπως ήταν, αλλά την ονειρεύονταν ως μια πιστή σύζυγο με τη ρόμπα και τα μπικουτί στο κεφάλι; Όχι αυτό δεν θα το επέτρεπε! Και ειδικά σε αυτόν, που την ανάγκασε να αισθάνεται έτσι, θα του έδινε και ένα καλό μάθημα!
Έτσι, έβαλε σε εφαρμογή ένα τρελό σχέδιο που της γεννήθηκε στο μυαλό. Αν μετά από αυτό δεχόταν να την παντρευτεί, ε τότε πάει, ήταν τελείως παλαβός! Η μέρα του γάμου έφτασε. Από τη προηγούμενη είχε φτάσει στο σπίτι της το νυφικό, οι μπομπονιέρες και όλα τα υπόλοιπα. Δεν καταδέχτηκε να τους ρίξει ούτε μια ματιά. Και οι δικοί της, την κοίταζαν με απορία και περιέργεια. Πριν φτάσει η ώρα που έπρεπε να φορέσει το νυφικό, ζήτησε από τους γονείς της να πάνε στην πρώτοι στην εκκλησία και να τη περιμένουν. Φάνηκε παράξενο σε όλους αλλά επειδή τη ξέρανε, μεγάλες αντιρρήσεις δεν προέβαλλαν.
Και σαν έμεινε μόνη της, πήγε στη ντουλάπα της, ανασήκωσε κουτιά και σακούλες, έψαξε στο βάθος της, άνοιξε μια συσκευασία που είχε από μέρες προμηθευτεί και άρχισε να ετοιμάζεται.
Λίγη ώρα αργότερα κατέβαινε από τη λιμουζίνα μπροστά στην εκκλησία. Και έμειναν όλοι άφωνοι! Αν είχαν δει νύφες και νύφες, τέτοια όμως δεν είχαν ξαναδεί! Αυτή ανέβηκε με θράσος τα σκαλιά, αγνοώντας τα βλέμματα τα γεμάτα επίπληξη και το σούσουρο που ξέσπασε και στάθηκε κορδωτή-κορδωτή. Είχε φροντίσει να φτάσει πριν τον γαμπρό.
Δεν χρειάστηκε να περάσει πολύ ώρα για να φτάσει και αυτός. Και μόλις κατέβηκε από το αυτοκίνητο και την αντίκρισε παραλίγο να του έρθει κόλπος! Μα αυτή δεν ήταν η γυναίκα που ήξερε, που ερωτεύτηκε και που ήθελε να παντρευτεί! Δεν μπορεί κάποιο λάθος έγινε, αλλού πήγαν, σε άλλη εκκλησία, ή ίσως κοιμάται και βλέπει ένα κακό όνειρο, έναν εφιάλτη για την ακρίβεια.
Και πράγματι αυτό που έβλεπε έμοιαζε με εφιάλτη. Φορούσε ένα νυφικό με αβυσσαλέο ντεκολτέ, τόσο αβυσσαλέο που μόλις και μετά βίας κρυβόντουσαν οι ρώγες από το στήθος της. Στο ένα πόδι της που ξεπρόβαλε από το σκίσιμο, φορούσε λευκή ζαρτιέρα με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στη κορυφή! Και στο χέρι κρατούσε τσιγάρο με μακριά πίπα… Και σαν πλησίασε κοντά της, διαπίστωσε ότι και η πλάτης της όλη ήταν έξω…
Άναυδος έφτασε μπροστά της. “Πώς, πώς είσαι έτσι” κατόρθωσε να ψελλίσει. Για να πάρει την αποστομωτική απάντηση : “ήρθες αγοράκι μου; άντε, πάμε να σου βάλω τη κουλούρα, αφού τη θέλεις τόσο!”
Πραγματικά, κατόρθωσε να συγκρατηθεί με δυσκολία για να μη τη δείρει. Έσφιξε τα χέρια του γροθιές, φύσηξε, ξεφύσηξε και βαλαντωμένος γύρισε τη πλάτη του, μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε…
Γιώργης Ταξιδευτής