Στη Κατερίνα
Έσκυψε πάνω του και τον φίλησε στα χείλη. Ένα φιλί άγριο και παθιασμένο που τον έκανε να αισθανθεί ένα ρίγος στη σπονδυλική
του στήλη. Καθώς τα χέρια της ξεκούμπωναν το πουκάμισο του βιαστικά, το στόμα της διέτρεχε το λαιμό και το στήθος του. Τον ποθούσετόσο καιρό. Και απόψε τον είχε στα χέρια της. Όλο δικό της. Μια στιγμή, μια φορά, για αυτή τη ζωή. Αυτή τη στιγμή που περίμενε τόσα χρόνια. Αν και ήξερε ότι άλλη στιγμή δεν θα υπήρξε, μιας και οι δύο τους ήταν παντρεμένοι και η ίδια τουλάχιστον, δεν είχε καμιά πρόθεση να διαλύσει την οικογένεια της και να χάσει χρήματα, κοινωνική θέση και ότι άλλο πήγαζε από τον γάμο της, αυτήν την ευκαιρία δεν θα την έχανε.
Αυτή τη στιγμή δεν την ένοιαζε τίποτα. Ούτε ο άντρας της, ούτε τα παιδιά της, ούτε η έρμη η μάνα της που ήξερε που βρισκόταν και με ποιο σκοπό και μαράζωνε από τον καημό της. Της ήταν όλα αδιάφορα. Ούτε τα σκεφτόταν ούτε καν πέρασαν από το μυαλό της. Λίγα λεπτά μετά, ήταν και οι δύο γυμνοί.
Τύλιξε τα πόδια της γύρω από τη μέση του και κάθισε πάνω του. Τον αισθάνθηκε σκληρό πάνω στη κοιλιά της και φρόντισε γρήγορα να τον πάρει μέσα της. Άρχισε να κουνιέται άγρια, λυσσασμένα. Ας ήταν για μια φορά. Θα το ζούσε όμως. Με όλο το είναι της, τη ψυχή και το κορμί της. Από τη μεριά του αυτός ένιωθε ήδη τη πυρκαγιά που την έκαιγε. Όχι πως τόσα χρόνια του ήταν αδιάφορη. Κάθε άλλο. Όμορφη γυναίκα ήταν. Αλλά τέτοια ένταση που ένιωθε, δεν την είχε ζήση με καμιά άλλη γυναίκα. Αφέθηκε να κυλιστεί στο πόθο μαζί της. Ας ήταν. Ας ξεχνούσε και χρέη και γυναίκα και παιδιά. Για κείνη μόνο. Μόνο για απόψε.
Τα κορμιά τους κυλίστηκαν πάνω στο καναπέ και στο χαλί. Μόλις ξαναβρέθηκε πάνω του, έσφιξε με μεγαλύτερη δύναμη τα πόδια της γύρω του. Αν ο άντρας της, την είχε κάνει να αισθανθεί έστω για μια φορά αυτό που αισθανόταν τώρα, θα μπορούσε να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της ευτυχισμένη. Αλλά αυτός, πάντα σοβαρός και μετρημένος έμοιαζε να μη μπορεί να εξωτερικεύσει κανένα συναίσθημα. Αν είχε ποτέ του. Αντίθετα αυτή ήταν μια γυναίκα που ξεχείλιζε από συναισθήματα. Τόσο έντονα και παθιασμένα που δύσκολα θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν. Και έτσι μάζευε μέσα της. Μάζευε όπως μαζεύει το ηφαίστειο. Ένα ηφαίστειο, που απόψε, επιτέλους είχε εκραγεί και η λάβα του έκαιγε τόσο την ίδια όσο και το ταίρι της.
Συνέχιζε να κουνιέται όλο και πιο άγρια πάνω του. Σύντομα, το πάθος της τον παρέσυρε σε τέτοιο σημείο που αυτός παραδόθηκε τελείως. Τα υγρά του πετάχτηκαν από μέσα του και συναντήθηκαν με τα δικά της υγρά. Αυτή χλιμίντρισε σαν άλογο. Η λαβή της χαλάρωσε, σηκώθηκε από πάνω του και ξάπλωσε δίπλα του. Αν και το πρόσωπο της έμοιαζε ανέκφραστο, το σώμα της είχε επιτέλους γαληνέψει.
Άναψε τσιγάρο και τραβήχτηκε στην άκρη του χαλιού. Αισθανόταν ακόμα τη καρδιά της να χτυπάει με τρελούς ρυθμούς και την ανάσα της να κόβεται. Χρειάστηκε όλη τη δύναμη της υποκρισία της για να δείξει ότι παραμένει απαθής. Αυτή, η Κατερίνα, γυναίκα, κύριος του εαυτού της, πλήρης πια, είχε πάρει από αυτόν αυτό που ήθελε. Αυτός προσπάθησε να τη πλησιάσει και να την αγκαλιάσει. Και τότε αυτή, του γύρισε τη πλάτη, σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται. Όταν διάβηκε το κατώφλι του σπιτιού του κλίνοντας τη πόρτα πίσω της και αφήνοντας της απορημένο, είχε ήδη αποφασίσει να τον βγάλει από το μυαλό της. Ότι έγινε-έγινε. Καιρός ήταν να γυρίσει σπίτι της, στο ρόλο της μάνας και της συζύγου. Περπάτησε στο δρόμο αγέρωχα και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της. Την ίδια στιγμή που τα τακούνια της χτυπούσαν στις πλάκες του πεζοδρομίου, η σιλουέτα της λικνιζόταν αργά-αργά, αποκαλύπτοντας μια γυναίκα χορτασμένη από τη ζωή.
Γιώργης Ταξιδευτής